Το χειρότερο, υποθέτω, δεν είναι παρά οι αιφνιδιαστικές μνήμες εξαιρετικών πρωινών. (Συγχωρείστε μου την ύπουλη καταφυγή στον αινιγματικό συγκριτικό βαθμό, ως μοναδική πλέον πιθανότητα επιβίωσης μέσω υπαινιγμών και αποσιωπήσεων. Εξάλλου, δεν γνωρίζω άλλον τρόπο. )
Η έννοια του εξαιρετικού πρωινού, ασφαλώς, επιδέχεται ένα τρομακτικό πλήθος ερμηνειών και εκδοχών. Ας ανακαλέσουμε εν προκειμένω, εντελώς συμβατικά και για να έχουμε τρόπον τινά κάποιο κοινό σημείο αναφοράς (είναι γνωστό, άλλωστε, πως οι πλέον ισχυρές -καταστροφικής κάποτε ισχύος- αναμνήσεις δεν είναι παρά οι κατασκευασμένες -και ως τέτοιες μπορούμε ανεμπόδιστα να τις μοιραζόμαστε αυθαιρέτως), το εξαιρετικό εκείνο πρωινό κατά το οποίο ξυπνάς μόνος μέσα στο πρώτο λεωφορείο της γραμμής (με κατεύθυνση προς το σπίτι αλλά ίσως και όχι, τι σημασία έχουν άλλωστε οι λεπτομέρειες μπροστά σε μια τόσο έξοχη σκηνοθεσία), ζαλισμένος ελαφρά μα κατά βάθος απερίγραπτα ευτυχής (σημειωτέον ότι τα αίτια τόσο της ζάλης όσο και της ευτυχίας παραμένουν πεισματικά αδιευκρίνιστα, μα δεν σε νοιάζει), με σκονισμένα παπούτσια από τη σκόνη κάποιου δρόμου που δεν θυμάσαι πως περπάτησες, και πιθανόν το εξαίσιο μελανό σημάδι ενός προσώπου εντελώς αγνώστου πλην έως θανάτου αγαπητού αριστερά στο λαιμό σου.
Ας υποθέσουμε, επιπλέον, (στα πλαίσια πάντοτε της ίδιας κατασκευασμένης κοινής μας ανάμνησης) πως καθώς τεντώνεσαι στο κάθισμα ν' αποτινάξεις το μούδιασμα του πρόσφατου ύπνου, διαπιστώνεις πως είσαι βραδινά ντυμένος, και συνεπώς παντελώς αταίριαστος με το αστικό σκηνικό των πέντε και κάτι προ μεσημβρίας. Όμως η διαπίστωση της διαφορετικότητας δεν σε ενοχλεί -το αντίθετο. Η προφανής ασυμβατότητά σου με το τοπίο αποσοβεί καθησυχαστικά τον όποιο κίνδυνο απορρόφησης. Φόβος να γελοιοποιηθείς, εξάλλου, δεν υπάρχει: είπαμε και προηγουμένως πως στο λεωφορείο είσαι απολύτως μόνος. Θεωρείς βέβαια δεδομένη την ύπαρξη οδηγού μέσα στο μικρό κουβούκλιο, αφενός διότι το όχημα κινείται ομαλά στη λεωφόρο, αφετέρου γιατί μπορείς να ακούσεις από το ραδιόφωνο ένα μεστό παρασίτων κομμάτι του Lou Reed. Για να είμαστε όμως ακριβείς, είναι αλήθεια ότι από τη θέση που βρίσκεσαι είναι αδύνατο να επιβεβαιώσεις την παρουσία του οδηγού.
Καθώς το λεωφορείο κινείται, η προσοχή σου συγκεντρώνεται στο περιπαικτικό εκρεμμές μιας φθαρμένης χειρολαβής, ενώ από το ελαφρώς νωπό μανίκι του πανωφοριού σου αναδύεται, ως υποψία μέθης, το γλυκερό άρωμα κάποιου σκουρόχρωμου ηδύποτου. Ο συνδυασμός σε κάνει, για κάποιο αδιευκρίνιστο λόγο, να ξεσπάσεις σε τρανταχτά γέλια - από το θόρυβο των οποίων το φάντασμα του οδηγού δεν δείχνει να ενοχλείται στο ελάχιστο.
Εννοείται πως βάσιμα αμφιβάλλεις για το κατά πόσον, εκτός του περίκλειστου σύμπαντος του λεωφορείου, η γνώριμη πόλη εξακολουθεί να υφίσταται.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου