Με τον καιρό, βεβαιώθηκε πέραν πάσης αμφιβολίας πως το πραγματικό πρόβλημα ήταν η έλλειψη συγχρονισμού. Όχι η έλλειψη του χρόνου καθεαυτού, όπως αυτή αποτυπωνόταν στις επαναλαμβανόμενες αγχώδεις ματιές στους δείκτες των ρολογιών, ή στο βιαστικό κλείσιμο της βρύσης που εξακολουθούσε να στάζει μετά την αποχώρηση του προσώπου. Ούτε καν ο αιματηρός τεμαχισμός της ημέρας βάσει ενός αυστηρού χρονοδιαγράμματος που απαγόρευε, προς το παρόν τουλάχιστον, τις όποιες παρεκτροπές απόλαυσης. Η νόσος –αν βέβαια μπορούσε να χαρακτηριστεί έτσι μια καθόλα αμφίβολη κατάσταση, μη αναγνωρίσιμη σχεδόν και άνευ συγκεκριμένων συμπτωμάτων– οφειλόταν στο χρονικά ασύμπτωτο.
(Ασφαλώς, οι ασθενείς υποτροπίαζαν σταθερά εξαιτίας της χρονικής ανεπάρκειας. Το αντιλαμβανόταν αυτό σε στιγμές καθημερινές και παντελώς αδιάφορες κατά τα άλλα, όταν για παράδειγμα η εξώπορτα βροντούσε την ώρα ακριβώς που εκείνη εξολόθρευε την τελευταία ζάρα στο μανίκι του καινούριου πουκαμίσου. Έντρομη, τότε, κοιτούσε το μεγάλο ρολόι της σάλας και διαπίστωνε, με μιαν απελπισία παιδιάστικη στην αχανή της έκταση πως, πράγματι, είχε καθυστερήσει κατά δύο ή τρία λεπτά –εκατόν είκοσι ή εκατόν ογδόντα ανεπανόρθωτα δευτερόλεπτα, αναλόγως.
Σε κάτι τέτοιες περιπτώσεις θα μπορούσε, ίσως, να τρέξει στην πόρτα, εντόνως διαμαρτυρόμενη για το άδικο της απροειδοποίητης αντιδράσεως ή, έστω –κι εφόσον είχε πλέον αποφασίσει πως η αξιοπρέπεια ήταν μια έννοια ασυμβίβαστη με τον γνήσιο έρωτα– να εκλιπαρήσει σιωπηλά για την παραγραφή του σφάλματος. Στην πραγματικότητα, το μόνο που έκανε ήταν ν’ αποσυνδέει, νωχελικά σχεδόν, το σίδερο από την πρίζα, και να μεταφέρει την δυσβάστακτη ματαιότητα του ατσαλάκωτου ρούχου στο άδειο πλέον δωμάτιο.)
Έτσι, τόσο η συντελούμενη διττή διάβρωση, όσο και οι όποιες απέλπιδες απόπειρες θεραπείας ήταν, κι εκείνες, αναπόφευκτα ασύμπτωτες, ασυγχρόνιστες και αποσπασματικές. Για την ακρίβεια, τα εκατέρωθεν στιγμιαία αισθήματα εκδηλώνονταν με πλήρη αναντιστοιχία –επί παραδείγματι, η εξοντωτική λατρεία του ενός προέκυπτε ταυτοχρόνως με την πλήρη απόρριψη του άλλου και αντιστρόφως, σε μια σαδομαζοχιστική πιθανώς αποθέωση της ειρωνείας στις τραγικότερες εκδοχές της.
Παρ’ όλα αυτά, προσπαθούσε να παρηγορηθεί στην ιδέα πως η απόκλιση δεν ήταν ολοκληρωτική. Διότι, συχνά, και παρά την αδιαφιλονίκητη φυσική απουσία του εραστή, μιαν έκταση του χεριού προς τα αριστερά αρκούσε για να επιβεβαιώσει, μέσα στον ύπνο της, το σχήμα του κορμιού του στο κρεβάτι, στην ίδια ακριβώς στάση που το όνειρο εικόνιζε.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου