Η διάγνωση ήταν προφανέστατη: η εξαρχής επισφαλής απομάγευση (εκατέρωθεν σκοπούμενη ή όχι, αδιάφορο) κατεπνίγη εν τη γενέσει. Κάτι περισσότερο –απεδείχθη τραγικώς ανέφικτη.
Έτσι, οι ακριβείς διαστάσεις του προσωπείου παρέμεναν αινιγματικώς αδιευκρίνιστες. η εφαπτομένη της πραγματικότητας εκδοχή μη δεκτική σκιαγραφήσεως. Επιπλέον (και τούτο θα μπορούσε να χαρακτηριστεί από απλώς επίφοβο ως άκρως επικίνδυνο, αναλόγως της εκάστοτε αυθαιρέτως υιοθετούμενης οπτικής γωνίας), ασαφές παρέμενε το βεληνεκές του προσωπείου, καθώς και το τρομακτικό ομολογουμένως ενδεχόμενο διεύρυνσης αυτού.
Η κατάσταση, βέβαια, θα μπορούσε να γίνει αποδεκτή ως είχε –δεδομένης, μάλιστα, μιας προ πολλού διαπιστωμένης ανθεκτικότητας στις καταστροφές κάθε είδους. Εξάλλου, μια νοσηρή το δίχως άλλο προδιάθεσή της καθιστούσε την προοπτική ενδυνάμωσης της ήδη υπάρχουσας μονομερούς εξαρτήσεως σχεδόν θελκτική.
Υπό αυτές τις συνθήκες, το μόνο που πραγματικά την ανησυχούσε ήταν η πιθανότητα (ασθενής βέβαια αλλά καθ’ όλα υπαρκτή) η συγκίνηση να δραπετεύσει της γραφής και, ανεξέλεγκτη πλέον, να εγκατασταθεί με τρόπο ανεπανόρθωτο στο δωμάτιο.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου