Μετά, συνήθιζε να βγαίνει. Όχι τίποτα σπουδαίο, ως το περίπτερο ας πούμε, για τσιγάρα, ή κι ακόμη πιο κοντά, μέχρι το σπίτι του τρελού στη γωνία. (Θυμόταν ολοκάθαρα το χτύπημα του μπαστουνιού του στις πλάκες, ουδέποτε κατάλαβε γιατί το κουβαλούσε πάντοτε μαζί του, δυο μέτρα άντρας, ευθυτενής, παρά τη γενειάδα στο στέρνο του, ασφαλώς η στήριξη ήταν περιττή, μα εκείνος χτυπούσε επίμονα, σε κάθε βήμα, σα για να ξυπνήσει κάποιον, τέλος πάντων, ο τρελός είχε από χρόνια πλέον πεθάνει, ο χτύπος ακόμη την ξυπνούσε τα μεσημέρια.) Σε κάθε περίπτωση, έβγαινε, περπατούσε το τετράγωνο πάνω-κάτω, μια ή δυο φορές, ενίοτε ξεχνούσε ν’ αγοράσει τα τσιγάρα, γυρνούσε σπίτι και κλείδωνε δυο φορές πίσω της την πόρτα, ωραία έλεγε κι ας μην ήταν σίγουρη πως ήταν όντως καλύτερα έτσι.
Γιατί η σύντομη έξοδος επιβεβαίωνε αυτό που ήδη υποψιαζόταν, πως εξακολουθούσε δηλαδή να υφίσταται, ολόκληρη κατά πάσα πιθανότητα και δίχως κάποια προφανή παραμόρφωση ή αιμορραγία. Ψαχουλευόταν καλού-κακού να σιγουρευτεί, σαφώς, τίποτα δεν έμοιαζε να λείπει, ο γείτονας την είχε καλησπερίσει αδιάφορα, τα παιδιά στο πάρκο είχαν συνεχίσει το παιχνίδι τους παρά τη διέλευσή της, κανείς δεν είχε βάλει τις φωνές στη θέα της, κανείς δεν κάλεσε ασθενοφόρο, την πυροσβεστική ή την αστυνομία, ωραία ξανάλεγε κι ας μην ήξερε αν το προτιμούσε που ήταν έτσι.
Και συνέχιζε με τις συνήθεις δραστηριότητες του υπολοίπου της ημέρας, αφήνοντας παραπλεύρως το γεγονός, ημιτελέστατο όπως είχε περίτρανα γι’ άλλη μια φορά αποδειχθεί, ο χρόνος εξακολουθούσε να κυλάει, οι προθεσμίες να τρέχουν, η βρύση το ίδιο, τα φώτα ν’ ανάβουν με το πάτημα του διακόπτη, τα παιδιά να τσιρίζουν στο πάρκο, οι μουσικές ν’ αντιστοιχούν σ’ εφιάλτες. Ασφαλώς, ήταν όλα τα ίδια, εκείνη, τα πράγματα, έχοντας επιβιώσει της καταστροφής ως άτρωτες κατ’ ουσίαν απελπισίες, δίχως ουλές, δίχως εγκαύματα ή εμφανείς ρωγμές, δίχως καν πρησμένα μάτια.
Έτσι, καμία απόδειξη δεν θα μπορούσε ποτέ να επιστρατευτεί, κανείς ποτέ δεν θα την πίστευε, ακόμη κι αν είχαν υπάρξει αυτόπτες μάρτυρες, πόσο μάλλον που ήταν μόνη, η εκδοχή της θα κατέρρεε υπό το –μικρό, έστω– βάρος του κορμιού της, πώς στ’ αλήθεια να τους πείσεις πως δεν υπάρχεις, όχι, θα ’ταν τόσο μάταιο να το επιχειρήσει, εν τέλει δεν αποκλείεται να πειθόταν στην πορεία η ίδια για το αντίστροφο. Επέζησα του τέλους θα έγραφε πολύ αργότερα, σε μια στιγμή ελάσσονος βέβαια εμπνεύσεως και δίχως να θυμάται σε τι ακριβώς αναφερόταν.
Οι κριτικοί θα μιλούσαν –δικαίως– για αμφιβόλου ποιότητος μελοδραματισμό.
5 σχόλια:
Θα ήθελα όταν φύγω, να μην είμαι μόνος. Την ύστατη στιγμή της απώλειας της ζωής να υπάρχει κάποιος, κάποια να με ξεπροβοδίσει. Η μοναξιά της ζωής είναι ένας αργός μικρός θάνατος, πρίν τον οριστικό...
Ανακρίνεσαι ακόμη∙ (αλλά διαφεύγεις τη σύλληψη...)
;)
φιλιά (ό,τι μπορεί να σημαίνει για μια ψηφιακή γνωριμία)
Ωραία.
just me: Σαφώς και διαφεύγω. Πρώτον, τυγχάνω ευνοϊκής μεταχείρισης καθ' ότι συμμετέχω στη διενέργεια των ανακρίσεων. Και δεύτερον, απ' όσο δείχνει τουλάχιστον η πορεία της δημοσκοπήσεως, δεν θεωρούμαι και πολύ ύποπτη...
aerosol: δεν είμαι βέβαιη πώς ακριβώς το εννοείτε αλλά, μιας κι επιβιώνουμε, υποθέτω πως συμφωνώ.
[Επειδή το λακωνίζειν εστί φιλοσοφείν αλλά μπερδεύει τον συνάνθρωπο:]
"Ωραία" όπως στη φράση
" ωραία έλεγε κι ας μην ήταν σίγουρη πως ήταν όντως καλύτερα έτσι."
Και "ωραία" όπως στο:
Μ'άρεσε αυτό το ποστ.
Δημοσίευση σχολίου