Σάββατο 22 Αυγούστου 2009

η επιστροφή του Έλληνα μαχητή

Θα μπορούσα να εκδώσω έναν ολόκληρο τόμο, με τις διάφορες απόψεις που έχω ακούσει τους τελευταίους δέκα μήνες σχετικά με το τι θα πάθει ο άντρας μου επειδή πήγε στρατό. Και δεν εννοώ αυτά που πραγματικά μπορούσε να πάθει και όντως έπαθε (πνευμονίες, νοσοκομεία, ένα τραπεζάκι που του έσκασε στο κεφάλι επειδή το κλώτσησε προς άγνωστη κατεύθυνση πάνω στα νεύρα του ένας ΕΠΟΠ –όχι, δεν κάνω πλάκα για το τελευταίο, του συνέβη ΚΑΙ αυτό). Εννοώ τα υπόλοιπα, αυτά που προφανώς συμβαίνουν από καταβολής κόσμου στον κάθε Έλληνα φαντάρο, που φεύγει, ας πούμε, ο Γιαννάκης που όλοι ξέρουμε και αγαπάμε, και επιστρέφει Ψαλιδοχέρης, Φρανκεστάιν, πρεζάκιας στην Oμόνοια, Τζορτζ Κλούνεϊ, Εξολοθρευτής, Σάκης Ρουβάς, κι εγώ δεν ξέρω τι στο διάολο –μια φορά, όχι Γιαννάκης.

Καταρχάς, αφού πήγε στο στρατό, θα γυρίσει άντρας. Ουφ, ευτυχώς. Γιατί ως λαμπατέρ τον είχα πλέον βαρεθεί, και περίμενα πώς και πώς τη μεταμόρφωσή του. Οι φανατικοί υποστηρικτές της επίκτητης στρατιωτικής αντρίλας αντιτείνουν ότι όχι, δεν καταλαβαίνω τι εννοούν. Δηλαδή ναι, ήταν άντρας και πριν το στρατό, αλλά όχι ακριβώς –τώρα θα γίνει κανονικός άντρας. Ντιφάιν «κανονικός», πληζ, να ξέρω τουλάχιστον η έρμη τι να περιμένω. Θα του φυτρώσει δεύτερο πουλί; Φτου γαμώτο, να δω πώς θα το συνηθίσω, μια χαρά βολευόμουν τόσα χρόνια με το ένα.

Εκτός από το εξτρά σετάκι γεννητικών οργάνων, κανονικός άντρας σημαίνει, όπως με πληροφορούν, αιφνίδια λατρεία για το ευγενές άθλημα του ποδοσφαίρου, καθώς επίσης και για τις τιμημένες σωστές αντροπαρέες, εκ των οποίων τα θηλυκά όντα αποκλείονται εκτός κι αν είναι ρωσίδες χορεύτριες. Εννοείται, δε, ότι στην περίοδο της θητείας του θα κάνει τους πιο γαμάτους, καταπληκτικούς και φανταστρουμφικούς φίλους, γιατί πραγματική αντρική φιλία πριν το στρατό δεν νοείται. Οι υπέροχες αυτές φιλίες (με άλλους ταλαίπωρους Έλληνες φαντάρους, πάντα, που βιώνουν ομαδόν τη συγκλονιστική τους μετάβαση από ανήλικο λαμπατέρ σε άνδρα), θα κρατήσουν για πάντα. Θα μου τους κουβαλάει κάθε Κυριακή στο σπίτι, και θα πίνουν αγκαλιά μπύρες δακρύζοντας από συγκίνηση στην ανάμνηση της θητείας τους, ενώ εγώ, γκαστρωμένη και με μια κλαρωτή ρόμπα, θα τηγανίζω μελιτζάνες για μεζέ στην κουζίνα. Αδίκως προσπαθώ να ψελλίσω, η δυστυχισμένη, ότι ο δικός μου νομίζει ότι το τσάμπιονς λιγκ είναι μάρκα προφυλακτικού, ότι όλες του σχεδόν οι φίλες είναι γυναίκες, ότι με τον ένα κολλητό του βρίσκονται για να παίξουν magic ή βιολί, κι ότι δεν τρώει γαμημένες μελιτζάνες με τη μπύρα του.

Συνεχίζουμε. Επειδή ακριβώς θα γυρίσει άντρας, θα πάψει και να είναι παιδί. Κακώς πίστευα, εγώ η αδαής, ότι η ενηλικίωσή του είχε συντελεστεί καμιά δεκαετία πριν. Όοοοχι. Τα νέα επιστημονικά πορίσματα αποδεικνύουν, προφανώς, ότι χωρίς γόπινγκ στα σύνορα την πιπίλα δεν τη φτύνεις. Κι επειδή λοιπόν θα πάψει να είναι και παιδί, όπως ήταν τόσα χρόνια (θυμήστε μου να μηνύσω του εργοδότες του για παράνομη παιδική εργασία, και τον εαυτό μου επίσης για αποπλάνηση ανηλίκου, μη σας πω για παιδοφιλία), κομμένες οι χαζομάρες, τα σαχλαμαρίσματα, τα ναζάκια και όλα τα σχετικά. Τι, τολμάω να πιστεύω ότι θα μου αγοράζει παγωτό χωνάκι όποτε του κάνω ματάκια έξω από το ζαχαροπλαστείο και μετά την απόλυση; Τα προγνωστικά λένε ότι θα μου λέει «άντε μωρή χαμούρα που θες και παγωτό», και θα μου ρίχνει και μια σφαλιάρα να ’ρθω στα ίσα μου.

Τι άλλο; Ά, ναι. Η προσωπικότητά του, γενικά, θα αλλάξει άρδην. Θα γίνει αιφνιδίως ο πιο τακτικός άνθρωπος στον πλανήτη, θα λατρέψει το πρωινό ξύπνημα, θα ενστερνιστεί το χριστιανισμό και τα πατριωτικά μας ιδεώδη, και θα γίνει άτρωτος σε κάθε μορφή τροφικής δηλητηρίασης. Όλα αυτά τα θαυμαστά, βέβαια, θα έχουν ένα κάποιο τίμημα. Πρώτα απ’ όλα, όσο θα είναι στρατιώτης, θα έχει διαρκώς φρικτά νεύρα. Δεν θα μου τηλεφωνεί, αν μου τηλεφωνεί θα μου ρίχνει καντήλια στο τηλέφωνο, θα παθαίνει κρίσεις υστερίας, θα με κερατώσει με τέσσερις πόρνες, μια γκαρσόνα, τρεις υπολοχαγούς και μια προβατίνα, αλλά θα πρέπει φυσικά να τον συγχωρήσω, γιατί το έκανε λόγω έλλειψης και στρες. Όταν έρχεται με άδεια, θα πρέπει να έχω άπειρη υπομονή μαζί του, γιατί πάλι θα έχει φρικτά νεύρα, θα με δέρνει, δεν θα μπορεί να γαμήσει, θα κλωτσάει το σκύλο και θα ουρλιάζει στον ύπνο του (δεν ρώτησα να μου διευκρινίσουν, αν θα κάνει και αρρρρρρρρρρρρργκ βγάζοντας φωτιές από τη μύτη). Α, και φυσικά, θα μου λέει διαρκώς ιστορίες από το στρατό. Το τελευταίο ισχύει τόσο για την περίοδο της θητείας, όσο και για όλη τη μετέπειτα ζωή μας, διότι η εμπειρία είναι τόσο καταπληκτική, που δεν θα την ξεπεράσει ποτέ. Είναι δε πολύ πιθανόν ακόμη και επί το έργον να μην μου λέει ας πούμε «τι μου κάνεις», αλλά «παρουσιάστε, αρμ», ή ό,τι σκατά λένε εκεί πέρα.

Η αλήθεια είναι, βέβαια, ότι όσες φορές ήρθε το καημένο το μωρό μου με άδεια, δεν μπόρεσα να διαγνώσω κάποιο από τα ανωτέρω σημάδια των φοβερών αλλαγών. Ίδιος μου φαινότανε, ρε γαμώτο. Εντάξει, λίγο καταπονημένος, λίγο κουρασμένος, λίγο φρικαρισμένος από την υπερχείλιση τεστοστερόνης εκεί πάνω, αλλά ίδιος. Κι ούτε που γούσταρε να μου λέει καταπληκτικά πράγματα για τη ζωή στη μονάδα, εκτός από ένα δυο ομολογουμένως αστεία ή τραγικά περιστατικά (σαν το τραπεζάκι του ΕΠΟΠ που παραλίγο να τον σκοτώσει, λόγου χάρη). Αλλά όχι: οι γνώστες του θέματος επέμεναν ότι απλώς ήταν νωρίς. Η αλλαγή θα φαινόταν, σε μια βδομάδα, σε ένα μήνα, σε δύο μήνες –σε κάθε περίπτωση, με το πέρας την ένδοξης παραμεθορίου.

Βάσιμα, λοιπόν, έτρεμα κι εγώ να δω τι σόι πράμα θα μου γυρνούσε πίσω από τα σύνορα. Κάποιο μεταλλαγμένο πλάσμα, προφανώς, που θα κατέφθανε καβάλα σ’ ένα φτερωτό τυραννόσαυρο, εν τω μέσω καπνών και τραγουδώντας τον εθνικό ύμνο. Θα έμπαινε στο σπίτι με μια κλωτσιά, θα με κολλούσε στα γρήγορα τη σύφιλη που θα είχε ψωνίσει στα σύνορα (εις διπλούν μάλιστα, εξαιτίας του δεύτερου πέους), και θα έτρεχε να βγάλει εισιτήριο διαρκείας για τον ολυμπιακό κάνοντας «μπούγκα, μπούγκα».

Περιττό να σας πω, λοιπόν, πόσο ευτυχής είμαι, που ο καλός μου επέστρεψε απλώς καβάλα στη Steed του (θεωρώντας το απολύτως λογικό να οδηγήσει χίλια χιλιόμετρα με μηχανή μέσα σε λιγότερο από δέκα ώρες, κάνοντας τρεις δεκάλεπτες στάσεις για να βάλει βενζίνη), χωρίς κέρατα και ουρά, με ένα πουλί, χωρίς σύφιλη, και εξακολουθώντας να απεχθάνεται παθολογικά το ποδόσφαιρο. Έριξε μια μούτζα κατά τα σύνορα, δήλωσε ότι δεν θέλει να ξαναδεί στη ζωή του κανένα παλιομαλάκα από κει πάνω, με πλάκωσε στα παγωτά, ζούληξε και φίλησε τη γάτα με κίνδυνο να τη σκάσει ή να την κουφάνει, με πήγε τις καλύτερες διακοπές της ζωής μου, και παρουσιάστηκε χτες στην Αυλώνα, απ’ όπου μου τον ξανάστειλαν πίσω για Σαββατοκύριακο.

Κι εγώ θυμήθηκα, επιτέλους, γιατί η ζωή μου είχε τόση πλάκα.