Πέμπτη 25 Δεκεμβρίου 2008

Γκρίνια, μιζέρια, κατάθλιψη (προσοχή, μεταδίδεται)



Με τα Χριστούγεννα δεν το ’χω καθόλου.

Η αδερφή μου υποστηρίζει ότι είμαι απλώς σκατόψυχη. Εγώ, πάλι, λέω πως είναι καθαρά ζήτημα αισθητικής.

Τι να κάνω, με πιάνει μια φρίκη με τους τόνους καρακίτς «διακοσμητικών» που κατακλύζουν τα σπίτια και τους δρόμους, ξέρετε, πλαστικοί αγιοβασίληδες που σκαρφαλώνουν αλά Ρωχάμης στα μπαλκόνια, κακοφτιαφμένα ελαφάκια-διασταύρωση με πολική αρκούδα ή κάτι παρόμοιο, φάτνες, άχυρα, βοσκοί και λοιπά ντεκόρ βουκολικού χαρακτήρα. Για να μην πω για τα λαμπάκια: λαμπάκια, λαμπάκια, λαμπάκια και ξανά λαμπάκια, σε κάθε πιθανό και απίθανο μέρος, άσπρα λαμπάκια, χρωματιστά λαμπάκια, που αναβοσβήνουν σε στυλ φωτορυθμικού μέχρι να σου ’ρθει επιληπτική κρίση, λαμπάκια εδώ, λαμπάκια εκεί, πού στο διάολο βρίσκονται τόσες πρίζες, φυτρώνουν λόγω των ημερών; Και δεν είναι τόσο ότι τα βρίσκω αντιαισθητικά τα λαμπάκια, όσο ότι με πιάνει οικολογική κρίση με το ενεργειακό, συν μια μίνι φοβία ότι μπορεί κάποια από τις μαλακίες να βραχυκυκλώσει έτσι που τα ’χουν να καίνε νυχθημερόν και γίνουμε όλοι κάρβουνο, να είμαστε ασορτί και με το γενικότερο κλίμα του τελευταίου καιρού...

Θα μου πείτε, αφού δεν τα γουστάρεις τα στολίδια και τα λαμπάκια, μην στολίσεις και τελείωσε. Αμ δεν είναι τόσο απλά τα πράγματα! Διότι άμα τυχαίνει να είσαι το τελευταίο τέκνο που κατοικεί ακόμη με τους γονείς, οφείλεις να φροντίζεις τα γιορτινά υπαρξιακά τους, που έχουν μάλιστα ενταθεί λόγω πρόσφατης μετακόμισης του άλλου τέκνου. Ξέρετε, αυτή η απίθανη χριστουγεννιάτικη ψυχοπλακο-γκρίνια του τύπου εμείς τώρα γεράσαμε, άμα φύγεις κι εσύ δεν θα ξαναστολίσουμε κλπ κλπ, μέχρι να σε κάνουν να νιώσεις αφόρητες τύψεις που σου τη δίνει το έλατο και τα συμπράγκαλά του και να αποφασίσεις να παλέψεις ηρωικά, επί ένα ολόκληρο απόγευμα, με πλαστικά κλαδιά, λαμπάκια (γαμώ την τύχη μου!), κουδουνάκια, αστεράκια, πλαστικά χιόνια (μπλιαχ) και ό,τι άλλη αηδία απαιτεί η περίσταση να κρέμεται πάνω στο γαμω-έλατο, για να χαρούν ο μπαμπάς και η μαμά και να αναβάλουν την αυτοκτονία για του χρόνου ή του παραχρόνου. Και δεν είναι που μάχεσαι με τα κουδουνάκια, είναι που πρέπει και να χαμογελάς όλο ενθουσιασμό με το αποτέλεσμα (ένα πράσινο παλούκι δυο φορές το μπόι μου μέσα στο σαλόνι, τι καλά), καταπνίγοντας φυσικά τα καντήλια που σου έρχονται επειδή η χρυσόσκονη, το πλαστικό χιόνι (μπλιααααχ) και τα υπολείμματα του φελιζόν έχουν μπλεχτεί ανεπανόρθωτα στα ρούχα σου, στα μαλλιά σου, και στη γούνα της γάτας, η οποία σημειωτέον έχει αφηνιάσει με το σούσουρο και τρέχει πάνω-κάτω σαν να της έχουν ρίξει νέφτι.

Ασφαλώς, το αποτέλεσμα σε ανταμείβει τρόπον τινά, γιατί ο μπαμπάς και η μαμά όντως χαίρονται με την αηδιοκόσμηση του σπιτιού και επιτέλους σταματάνε τη γκρίνια. Ωστόσο, αμέσως μετά ξενικά το δεύτερο στάδιο, αυτό των διαπραγματεύσεων με τη μαμά, που χάρηκε κάπως υπέρ του δέοντος και ξετρύπωσε επιπλέον άλλες εκατό μαλακίες για να στολίσετε, λέει, και το υπόλοιπο σπίτι, μην τυχόν και μείνει καμιά γωνιά φυσιολογική και πάθουμε τίποτα λόγω ελλιπούς εορταστικού κλίματος. Κι εσύ τρέχεις ικετεύοντας να προλάβεις τα χειρότερα, με την απαραίτητη πάντα διπλωματία («αυτό το πανέμορφο αγγελάκι, που θυμίζει παρεμπιπτόντως τυραννόσαυρο, θα μπορούσε ίσως να περιμένει για του χρόνου;» ή «ΕΛΕΟΣ, όχι το γιγάντιο κερί πάνω στο πικάπ μου!!!»), ενώ συγχρόνως κυνηγάς το γατί, που σε εκδικείται ανελέητα για την καταστροφή του χώρου του αρπάζοντας τη διακοσμητική κάλτσα από το τζάκι και σέρνοντάς την κάτω από το τραπεζάκι για να την αποτελειώσει με την ησυχία του.

Και πάει στο διάολο η αηδιοκόσμηση. Έχω μετά το άλλο δράμα, τα κάλαντα. Με τα πιτσιρίκια που ξαμολιούνται την παραμονή και βαράνε τα κουδούνια από τις εφτά, κάνοντάς με αφενός να νοσταλγώ τις χρυσές ημέρες του βασιλιά Ηρώδη, αφετέρου να βλαστημάω με την ψυχή μου τον πούστη που εφηύρε τα «μουσικά» κουδούνια σαν το δικό μας (ολόκληρο κοντσέρτο βαράει, σε απίστευτη ένταση και μάλιστα α κ ρ ι β ώ ς έξω από την κρεβατοκάμαρά μου, τόσο που χτες το πρωί νόμιζα μες στον ύπνο μου πως είχα ένα ολόκληρο καμπαναριό μέσα στο κεφάλι μου…). Και δε φτάνει που σε ξυπνάνε αξημέρωτα, τα σκασμένα, πάνω που πήρες άδεια και λες επιτέλους σήμερα δεν θα ξυπνήσω στις έξι. Eίναι που, άμα πεις ας την κάνω την καλή την πράξη κι ανοίξεις την πόρτα, πρέπει να υποστείς τις παντελώς παράφωνες τσιρίδες τους (χάθηκε ο κόσμος να τους κάνουν μια στάλα ωδική στα σχολεία;!) το λιγότερο μέχρι τη δεύτερη στροφή του άσματος, γιατί χαίρονται και παίρνουν φόρα κι άντε μετά να τα σταματήσεις, όσο γλυκά (στην αρχή) ή απειλητικά (όσο συνεχίζουν οι τσιρίδες) πεις «και του χρόνου» δίνοντας τα ψιλά.

Και για να δέσει η χριστουγεννιάτικη τραγωδία μου, έρχονται τα μελομακάρονα. Όχι, αυτά δεν τα αντιπαθώ –τουναντίον: τα λατρεύω. Με αποτέλεσμα να επιδίδομαι κάθε πρωί, μεσημέρι και απόγευμα σε μια καθόλα άνιση μάχη με τη συνείδησή μου, προκειμένου να αποφύγω το σατανικό κουτί που μου κάνει ναζάκια από το τραπέζι της κουζίνας. Όπως ίσως φαντάζεστε, η ρουφιάνα η συνείδησή μου πάντοτε χάνει εξευτελιστικά, ενώ εγώ απομακρύνομαι θριαμβεύτρια ως Ρωμαίος κατακτητής με το μελομακάρονο στο στόμα. Και μπορεί μεν να είμαι ελλιποβαρής και να μην βάζω γραμμάριο ακόμα και με το νιοστό μελομακάρονο, αλλά αυτό δεν σημαίνει ότι δεν είμαι και γυναίκα: κοινώς, κομπλεξική με το βάρος που θεωρητικά μπορεί να πάρω. Πράγμα που σημαίνει ότι περνάω τις μισές γιορτές καταβροχθίζοντας μελομακάρονα, και τις άλλες μισές μετρώντας πανικόβλητη πόσα μελομακάρονα καταβρόχθισα. Αφήστε που τις νύχτες ξυπνάω κάθιδρη από κάτι φρικτούς εφιάλτες, στους οποίους εμφανίζομαι λέει το επόμενο καλοκαίρι με μπικίνι στην παραλία και οι λουόμενοι αρχίζουν να με σπρώχνουν προς το νερό, φωνάζοντας «ρίξτε την καημένη τη φάλαινα πίσω στη θάλασσα»…

Καταλάβατε; Κι όλα αυτά, με το μωρό στου διαόλου τη μάνα, να κάνει χριστούγεννα στο στρατόπεδο τρώγοντας προϊστορικές γαλοπούλες, αντί να είναι εδώ να με διαβεβαιώσει ότι όχι, δεν θα παχύνω με μερικές μέρες μελομακαρονοτροφίας αλλά φυσικά ναι, θα με αγαπούσε ακόμη κι αν πάχαινα λόγω των μελομακάρονων, και τα λοιπά και τα λοιπά, όπως σωστά καταλάβατε μ’ έχουν χτυπήσει όλες οι ανασφάλειες και οι γκρίνιες του πλανήτη μαζεμένες, και πολύ θα το ήθελα να επιτεθώ κι εγώ σαν τη γάτα στη χριστουγεννιάτικη κάλτσα να ξεσπάσω, αλλά μάλλον θα φανεί πολύ γελοίο κάτι τέτοιο, οπότε απλώς κάθομαι εδώ και μιζεριάζω, και το μωρό λείπει, ναι το ξέρω ότι το ξαναείπα αυτό, και μην τυχόν και υποθέσετε πως γι’ αυτό μου φταίνε όλα, καμία σχέση, το ότι μου λείπει φρικτά είναι τελείως μα τελείως ανεξάρτητο από το ότι μου προκαλεί αναγούλα αυτό το γούτσου-γούτσου κλίμα των ημερών, άι σιχτίρ…

Ξέρω, σας έπεισα.

Πάω να ξεκρεμάσω τη βρωμο-κάλτσα.

Τρίτη 9 Δεκεμβρίου 2008

Δευτέρα 1 Δεκεμβρίου 2008

Βενετία part 2

Χορτάσατε Italia; Ελπίζω όχι, γιατί η Luthien, που τα ξέρει από ζωντανή αναμετάδοση, μου έβαλε φυτίλια να σας πω και όσα φοβερά και τρομερά παρέλειψα χτες…

Λοιπόν, για τις Ιταλίδες σας είπα; Όταν μάζευα τα μπαγκάζια μου, η αδερφούλα μου, που ξέρει απ’ αυτά, με προειδοποίησε: Κανόνισε κακομοίρα μου, μη σκάσεις Ιταλία με τίποτα τζην και τα άρβυλα, γιατί θα δεις τις Ιταλίδες και θα γίνεις χώμα. Τι να κάνω κι εγώ το έρμο, σκιάχτηκα, και φρόντισα να πάρω μαζί μου ό,τι πιο κομψό είχα σε ρουχαλάκι, ξέρετε, φουστανάκια, φουστίτσες και τα λοιπά. Τις γόβες εννοείται πως αδίκως τις κουβάλησα –πώς στο διάβολο να βάλεις γόβα και να περπατάς δέκα ώρες στα κανάλια;! (εξαιρείται η αδερφούλα μου, που και στα καλντερίμια των νησιών πηγαίνει με δώδεκα πόντους πέδιλο και γλιτώνει, άγνωστο πώς, την εξάρθρωση αστραγάλου.) Κατά τα άλλα πάντως φρόντισα να είμαι, όσο μπορούσα, κομψή και περιποιημένη.

Το αποτέλεσμα; Πάλι χώμα έγινα! Τι χώμα δηλαδή, κουρνιαχτός! Διότι μπορεί να μην μοιάζουν όλες οι Ιταλίδες εκ φύσεως στη Μόνικα Μπελούτσι, αλλά σίγουρα έχουν όλες τον προσωπικό στυλίστα και κομμωτή τους, ή τουλάχιστον εκπληκτικό γούστο. Και, λογικά, πάρα πολλά λεφτά, συν άπλετο ελεύθερο χρόνο τον οποίο διαθέτουν, προφανώς, αποκλειστικά για φτιάξιμο νυχιών και λοιπά ευγενή σπορ.

Να σας περιγράψω την κατάσταση για να καταλάβετε: περπατάς το απογεματάκι σ’ έναν εμπορικό δρόμο, και διαπιστώνεις σύντομα τις κάτωθι made in Italy πραγματικότητες: 1)όλες οι γυναίκες φοράνε υπέροχα φουστάνια ή φούστες, 2)όλες οι γυναίκες φοράνε τακούνια, 3)όλες οι γυναίκες φοράνε κάλτσες με δαντέλες σε διάφορα μήκη, 4)όλες οι γυναίκες μοιάζουν, γενικά, να το έχουν σκάσει –στυλιστικώς πάντα – από editorial περιοδικού. Για τις μεγαλύτερης ηλικίας γυναίκες, δε, ισχύει η υπ’ αριθμόν 5 διαπίστωση: μυστηριωδώς, έχουν όλες το ίδιο στόμα, ξέρετε, αυτό της Donatella Versace. Και το καλύτερο όλων; Με αυτήν την περιβολή (φουστάνι-κάλτσα-τακούνι), καβαλάνε όλες σχεδόν ποδήλατα, τουλάχιστον στο Τρεβίζο. Η στήλη συνιστά προσοχή στους άρρενες επισκέπτες: μπορεί να νομίσετε ότι πεθάνατε και βρίσκεστε στον παράδεισο!

Για να καταλάβετε για τι ασύλληπτο επίπεδο κομψότητος μιλάμε, να σας πω για μια κυριούλα που πετύχαμε, καμιά πενηνταριά χρονών το λιγότερο, η οποία είχε βγει μεσημεριάτικο έξω, με μια πατερίτσα, και κούτσαινε πολύ άσχημα. Φανταστείτε τι θα φορούσε μια Ελληνίδα, ας πούμε, στην αντίστοιχη περίπτωση: τη φόρμα και τα αθλητικά της, μπας και γλιτώσει το δεύτερο διάστρεμμα; Αμ δε! Η κυριούλα κυκλοφορούσε με την πατερίτσα της και κατακόκκινο cocktail dress, βαμμένη, χτενισμένη και, μην ξεχνιόμαστε, με ψηλοτάκουνα!!!

Επιστρέφω στην περιγραφή του εμπορικού δρόμου το όμορφο απογεματάκι: περπατάς, κοιτάς γύρω σου, κι αρχίζεις ν’ αναρωτιέσαι αν όλοι οι Ιταλοί άντρες είναι για κάποιο μυστήριο λόγο διαζευγμένοι ή, χτύπα ξύλο, χήροι. Γιατί κανένας δεν έχει δίπλα του γυναίκα, παρά μόνο το καροτσάκι με το μωρό ή/και το πιτσιρίκι απ’ το χέρι, ενώ επιπλέον βαστάνε και κάτι τεράστιες σακούλες. Α, και δεν περπατούν, αλλά είναι συνήθως σταματημένοι (παρκαρισμένοι, για την ακρίβεια, με το καρότσι και τις τσάντες) έξω από κάποιο κατάστημα ρούχων ή καλλυντικών. Σύντομα διαπιστώνεις τι ακριβώς συμβαίνει, όταν βγαίνει δηλαδή κάποτε η υπέρκομψη Ιταλίδα σύζυγος από το εκάστοτε μαγαζί, αγκαλιά με άλλες τόσες σακούλες, τις οποίες φορτώνει στο σύζυγο και συνεχίζει. Για να τον παρκάρει έξω από το επόμενο μαγαζί…

Σύμφωνα με πρόχειρους υπολογισμούς μου βάσει όσων είδα, τα 2/3 τουλάχιστον του οικογενειακού προϋπολογισμού στον ιταλικό βορρά πηγαίνουν, το δίχως άλλο, στα έξοδα καλλωπισμού και ενδυμασίας της συζύγου. Αναρωτιέστε για το υπόλοιπο 1/3; Ε, αυτό πηγαίνει σίγουρα στους σκύλους! Σκύλο να δουν τα μάτια σου! Τι σκύλο, δηλαδή, που οι περισσότεροι ήταν κάτι μινιατούρες, ξέρετε, αυτά τα ποντικοειδή πλάσματα, τα οποία τα κυκλοφορούν όλοι και παντού, και μάλιστα στολισμένα χειρότερα από τις Ιταλίδες: τι ρουχαλάκια, τι περιλαίμια με στρας, τι κοτσιδάκια, πραγματική κουταβο-πασαρέλα. Κι όταν λέμε ότι μπαίνουν παντού, εννοούμε παντού, στα λεωφορεία, στα φαρμακεία, στα εστιατόρια, στα σούπερ-μάρκετ –κανονικός εφιάλτης, κάτι σαν τον πλανήτη των πιθήκων σε διασκευή: ο πλανήτης των σκύλων! Μην με παρεξηγήσετε, κι εγώ φιλόζωη είμαι –αλλά να σε κυνηγάνε με το τουφέκι μην τυχόν και καπνίσεις (σε κάποια εστιατόρια το απαγόρευαν ακόμη και στον εξωτερικό χώρο!), και μετά να σου αμολάει ο άλλος στα μούτρα τον κοπρίτη, του πούστη, παραπάει!

Και σαν να μην μου έφτανε η ψυχολογική μου καταρράκωση ως γυναίκα απ’ όλα αυτά (που ήμουν δηλαδή, παρά τις προσπάθειές μου, πολύ χειρότερα ντυμένη όχι μονάχα από τις Ιταλίδες, αλλά και από τα κατοικίδιά τους), ήρθε και ο έλεγχος στο αεροδρόμιο να με αποτελειώσει. Διότι μπορεί στο Ελ.Βενιζέλος και στην Τσεχία (πετούσαμε μέσω Πράγας) να μας ζήτησαν απλώς να βγάλουμε τις ζώνες μας, αλλά στη Βενετία παραλίγο να μας κάνουν έρευνα σωματικής κοιλότητας! Για να καταλάβετε το δράμα μου, πάω η καημένη να περάσω από το μηχάνημα, και με σταματάει μία αλλόφρων υπάλληλος τσιρίζοντας κάτι (στα ιταλικά, φυσικά). Εγώ πανικοβάλλομαι, προσπαθώ να καταλάβω τι στο διάολο θέλει, αυτή εξακολουθεί να φωνάζει και να χειρονομεί, δείχνοντας τα παπούτσια μου τώρα, με τα πολλά καταλαβαίνω ότι θέλει να βγάλω τις μπότες μου να τις περάσουν από το μηχάνημα μαζί με τις χειραποσκευές. Παθαίνω μία φρίκη, ελπίζω ότι κατάλαβα λάθος, και ότι δεν θα χρειαστεί πραγματικά να σκύβω με το φουστάνι –ήθελα και μίνι, τρομάρα μου μαύρη! – μέσα στον κόσμο να ξεκουμπώνω μισό μέτρο μπότα, αλλά η κάργια εκεί, ανένδοτη, να φωνάζει σινιόρα και σινιόρα. Τι να κάνω κι εγώ, παίρνω βαθιά ανάσα, κάθομαι (προσπαθώντας να μην το σκάσει καμιά καλτσοδέτα από το φουστάνι και νευρασθενιάσω τελείως), και βγάζω τις μπότες, βρίζοντας εννοείται για άλλη μια φορά την τύχη μου, τα αεροδρόμια, τη διεθνή τρομοκρατία, τον εφευρέτη της μπότας, και φυσικά το μαλάκα τουρίστα που χασκογελάει δίπλα μου για το ανέλπιστο θέαμα.

Κι εκεί που, μετά την πρώτη σύγχυση, το έχω πάρει απόφαση ότι θα τη βγάλω τη ρημάδα τη μπότα κι εντάξει, δεν τρέχει τίποτα, τρώω το δεύτερο και καταλυτικό σοκ, καθώς βρίσκομαι αντιμέτωπη με τη δραματική λεπτομέρεια που είχα ξεχάσει: τα ριγέ ροζ σοσονάκια που είχα φορέσει τελευταία στιγμή (πάνω από τις υπέροχες μαύρες δυχτυωτές μου κάλτσες) για να μη με χτυπήσει, λέει, η μπότα στο ταξίδι….

Ε, εκεί είναι που βαράς διάλυση. Διότι ένα πράγμα να γίνεις τουλάχιστον μετρίως ρεζίλι ως σέξυ θηλυκό, κι άλλο να εξευτελιστείς εντελώς βολτάροντας μέσα στο αεροδρόμιο με πολύχρωμα μπεμπέ καλτσάκια! Και να έχεις και το μέλλοντα σύζυγο από δίπλα που, αντί να σε συμπονέσει για την τραγωδία που ζεις, το βρίσκει το όλο πράγμα πάρα πολύ αστείο κι αρχίζει να χτυπιέται από τα γέλια, ενώ εσύ, τρελαμένη, πετάς τις γαμημένες μπότες στο καλάθι του ελέγχου και περνάς από το μηχάνημα, ελπίζοντας να σου τις επιστρέψουν εντός 30 δευτερολέπτων το πολύ για να μην σκάσεις κυριολεκτικά από το κακό σου.

Αλλά επειδή, σύμφωνα με το γνωστό νόμο, ό,τι μπορεί να πάει στραβά σε μια κατάσταση, θα πάει, οι μπότες σου ξεμένουν (γιατί σε μένα; Ε; γιατί;) πίσω από καμιά δεκαριά άλλα καλαθάκια με χειραποσκευές, κι εσύ αναγκάζεσαι να τις περιμένεις σε κατάσταση υστερίας για ένα πεντάλεπτο περίπου, ή όσο τέλος πάντων χρόνο χρειάζονται οι γύρω σου άνθρωποι για να εμπεδώσουν την αλληλουχία κίτρινης και πράσινης ρίγας πάνω στη ροζ κάλτσα σου.

Ηθικά διδάγματα:

α) Μην παντρευτείτε Ιταλίδα, θα σας ξετινάξει.

β) Οι ιταλικοί σκύλοι την έχουν σαφώς καλύτερα από τους Ιταλούς καπνιστές.

γ) Προσέχετε τι κάλτσες φοράτε για να ταξιδέψετε…