Κυριακή 10 Οκτωβρίου 2010

imperfections



Εντάξει, είμαι τελειομανής. Από τη φύση μου, τι να πω –μάλλον το έχει το ζώδιο. Είμαι ακριβώς αυτή η μαλακισμένη κατηγορία ανθρώπου που μπορεί ας πούμε να κάνει ένα καταπληκτικό τραπέζι με είκοσι τέλεια φαγητά, να φάνε όλοι μέχρι σκασμού και να λένε γεια στα χέρια σου, κι επειδή έκαψε και τρία από τα εκατό κεφτεδάκια, αν τον ρωτήσεις πώς πήγε το τραπέζι αυτό μόνο θα σου πει, «χάλια, έκαψα τα κεφτεδάκια». Κι όχι μόνο θα το πει, αλλά θα το σκέφτεται και δέκα μέρες μετά –ότι απέτυχε, ρεζιλεύτηκε και ξεφτιλίστηκε ως οικοδεσπότης, κι έδωσε δικαίωμα να πούνε ότι δεν μπορεί να τηγανίσει ένα κεφτέ.

Γελάτε; Τραστ μι, δεν έχει καθόλου πλάκα. Το σύνδρομο καμένο κεφτεδάκι (όπως το ονομάζω βάσει της αυτοσχέδιας κωδικοποίησης των διαφόρων νευρώσεών μου, άκρως απαραίτητης για να βγάζω μια στοιχειώδη έστω ψυχαναλυτική άκρη στις νηφάλιες στιγμές μου) είναι, όπως και να το κάνουμε, κομματάκι βάρβαρο. Εξαντλητικό, εξοντωτικό, ανθρωποβόρο, πώς το λένε; Και –το χειρότερο– εξόχως σπαστικό για τους άλλους ανθρώπους γύρω σου. Οι οποίοι πρέπει να σε υπομείνουν όσο γκρινιάζεις αυτομαστιγωνόμενη ή, ακόμα κι αν καταφέρεις να το βουλώσεις, να τρώνε στη μάπα το άκρως μελοδραραματικό αφήστε-με-τώρα-είμαι-μια-αποτυχία-και-μου-αξίζει-να-υποφέρω ύφος σου, για όση ώρα πάρει μέχρι να σου περάσει (και συνήθως παίρνει πολλή). Εννοείται, δε, ότι κατά καιρούς αυτομαστιγώνεσαι και για το ίδιο το γεγονός της περιοδικής αυτομαστίγωσής σου (διότι συνειδητοποιείς φυσικά πόσο νοσηρή και ενοχλητική είναι ενίοτε η στάση σου προς τη ζωή, και νιώθεις ένα περιφερόμενο ελάττωμα και γι’ αυτό).

Αν, τώρα, με φαντάζεστε σαν κανένα κακόμοιρο πλάσμα τίγκα στην ανασφάλεια και τη μιζέρια, πέσατε έξω. Όσοι ομοιοπαθείς αναγνωρίζετε τον εαυτό σας στην ανωτέρω περιγραφή, θα ξέρετε πολύ καλά ότι, όση ώρα δεν αυτομαστιγωνόμαστε, οι κύριοι και κυρίες γουόνα-μπι-Πέρφεκτ σφύζουμε από αχαλίνωτη αυτοπεποίθηση (μιλάμε για καλάμι τρία μέτρα τουλάχιστον). Είμαστε θεοί. Μπορούμε να κάνουμε τα πάντα, ο κόσμος εξακολουθεί να περιστρέφεται μόνο και μόνο επειδή εμείς του ρίχνουμε καμιά σκουντιά πού και πού. Είμαστε υπέροχοι, ικανότατοι, σούπερ ενδιαφέροντες, αναντικατάστατοι, γαμώ τα παιδιά. Φτύστε μας –να μη μας ματιάξετε.

Μοιραία, το σύνδρομο της τελειότητας βαραίνει όλο και περισσότερο στους ώμους σου καθώς πολλαπλασιάζονται οι ρόλοι. Στα εφτά, ας πούμε, αρκούσε απλώς να είμαι η καλύτερη μαθήτρια (όχι καλή, όχι πολύ καλή, όχι άριστη, αλλά η καλύτερη της τάξης, και της δίπλα τάξης, και της παραδίπλα αν ήταν δυνατόν, σε σημείο αν έκανα ποτέ τίποτα λάθος να αναστατώνονται οι δάσκαλοι ότι είμαι άρρωστη ή ότι ζω καμιά αιφνίδια οικογενειακή τραγωδία). Στα δεκατρία, μαζί με το αριστείο των τριών τμημάτων, έπρεπε να είμαι και γκόμενα. Στα δεκάξι, και ερωμένη. Στα δεκαεφτά, να αριστεύσω στις Πανελλαδικές, να μπω Νομική Αθήνας συγκεκριμένα (ο,τιδήποτε άλλο θα ήταν αποτυχία), ταυτοχρόνως δε να είμαι η τέλεια πωλήτρια-γλάστρα για να βγάζω τα καλσόν και τα τσιγάρα μου. Τα επόμενα δέκα χρόνια (σωρευτικά, ανάκατα και εν συντομία): να περιφέρομαι τέλεια επί δέκα ώρες πάνω σε δωδεκάποντα· να φτιάχνω τέλειο μουσακά και σπιτικά κουλουράκια· να μπω στην «τέλεια» (δεδομένων των προοπτικών που είχα) δουλειά, διαβάζοντας επί δύο χρόνια σα φρενοβλαβής· να σκαρφαλώνω τέλεια μάντρες και κάγκελα, με τα δωδεκάποντα στα δόντια και τη φούστα φιόγκο, για να ακολουθήσω τους κάφρους στο άλσος/πάρκο/ρεματιά/ραχούλα/βράχο που θα αράζαμε στις τρεις το πρωί να πιούμε ένα κασόνι μπύρες· να αποσύρομαι με τέλειο δεντρεχειτίποτα ύφος, πάντα με τα δωδεκάποντα στα δόντια, για να επιστρέψω στη φύση μέρος της ανωτέρω μπύρας, έρποντας σχεδόν μέσα σε θάμνους/δέντρα/τσουκνίδες/βράχους, με κίνδυνο να με φάνε/δαγκώσουν/τσιμπήσουν τυχόν σκύλοι/φίδια/αράχνες/βατράχια ή να με βιάσει κανένας περιφερόμενος ανώμαλος (ενώ οι κάφροι την πετούσαν έξω για να κατουρήσουν με πλήρη ασφάλεια και άνεση τα γειτονικά δεντράκια, γιατί όλοι άντρες είμαστε σ’ αυτήν την παρέα και δεντρεχειτίποτα)· να (προσπαθώ να) αποκτήσω το τέλειο μπούτι παρά την ανωτέρω μπύρα· να τελειώσω πρώτη τη δεύτερη σχολή· να κάνω την πεθερά μου να με λατρέψει· να επιβιώσω της καψούρας μου· να μην αυτοκτονήσω κάπου στο ενδιάμεσο. Εσχάτως (και μαζί με όλα τα προηγούμενα): να μάθω να κάνω το σπίτι να αστράφτει σε χρόνο ντετέ, για να μου μένει χρόνος για α)την καλλιέργεια του πνεύματός μου, β)το βάψιμο των νυχιών μου, γ)την παρασκευή νέων ειδών τέλειων σπιτικών κουλουρακίων και πρωτίστως δ)το αγαπημένο μου σπορ εκστατική ενατένιση του μωρού. Α, και να κοιμάμαι εννοείται στο μεταξύ για να μη με βλέπει το μωρό με μαύρους κύκλους.

Εννοείται, ασφαλώς, ότι στα διαλείμματα της παράνοιάς μου φθονώ θανάσιμα τους υπόλοιπους φυσιολογικούς ανθρώπους, που δεν νιώθουν ότι έχουν διαπράξει έγκλημα κατά της ανθρωπότητας επειδή το πάτωμά τους έχει δυο τρίχες, και που μπορούν να εμφανιστούν μια φορά με τζην και πουλόβερ στους συναδέλφους/φίλους/γνωστούς τους χωρίς να ερωτηθούν (καλοπροαίρετα, βέβαια) αν είναι άρρωστοι, ή να παραγγείλουν σουβλάκια χωρίς φρικτές τύψεις επειδή δεν πρόλαβαν να μαγειρέψουν δύο φαγητά στη φανταστρουμφική χύτρα τους γυρνώντας από τη δουλειά. Και που δεν υποφέρουν καθημερινά στην ιδέα ότι δεν είναι οι Pussycat Dolls (και οι έξι, ή όσες είναι τέλος πάντων) για να μην πλήξει ποτέ το μωρό που τους παντρεύτηκε.

Εννοείται, επίσης, ότι το κυνήγι της τελειότητας από μέρους μου είναι μια απελπισμένη μάχη με ανεμόμυλους. Ξεψαρώστε, δεν είμαι τόσο καταπληκτική γκόμενα. Ούτε φυσική καλλονή, ούτε η Βέφα Αλεξιάδου, ούτε η Chasey Lain, ούτε καν ο Iggy Pop. Απλώς, προσπαθώ. Να βλέπομαι στοιχειωδώς, να μαγειρεύω υποφερτά, να έχω ένα ανθρωπινό σπίτι, να έχει κάποιο νόημα το ότι αναπνέω, τέτοια πράματα.

Το θέμα, τώρα, είναι ότι και τα τέρατα σαν την πάρτη μου κάποτε κινδυνεύουν, πώς το λένε, να κλατάρουν. Και τότε επαναστατούν, διεκδικώντας με πάθος αλλοτινής σουφραζέτας το (αυτονόητο, μάλλον) δικαίωμά τους στο καμένο κεφτεδάκι. Εμένα, συγκεκριμένα, δε μου βγήκε με κεφτεδάκι ακριβώς, αλλά με γατί.

Τώρα ξέρω, σας μπέρδεψα. Πλιζ αλάου μι του εξπλέιν. Έχω ένα θέμα με τις γάτες. Μεγάλωσα με λεφούσια γάτες από τα εννιά μου περίπου, με ανεξίτηλα συμπτώματα σαν του Μόγλη που τον μεγάλωσαν οι λύκοι (όπως να ζαρώνω δίπλα στα καλοριφέρ του σχολείου και να τρίβω ασυναίσθητα το κεφάλι μου στον τοίχο όταν νύσταζα, με αποτέλεσμα να γελάει μαζί μου όλη η τάξη) και εξίσου ανεξίτηλα σημάδια από ιστορικές γρατζουνιές. Μιλάω στις γάτες στο δρόμο σαν τις τρελές γιαγιάδες, μπορεί να μπουκάρω σε ξένη αυλή με κίνδυνο να με περάσουν για διαρρήκτη για να χαϊδέψω την υπέροχη τριχόμπαλα που εντόπισα στο βάθος του κήπου. Μπορώ να φιλήσω ένα μπάσταρδο γατί βουτηγμένο στις λάσπες, την ίδια στιγμή που αν ερχόμουν σε επαφή με τον πιο πλυμένο σκύλο του κόσμου θα έτρεχα να βουτήξω ολόκληρη στο μπεταντίν. Μπορώ να καταπιώ ένα σύννεφο γατότριχας χωρίς να βήξω, αγαπώ τους ψύλλους, το τοξόπλασμα είναι παιδικός μου φίλος. Χρειάζομαι τουλάχιστον μία γάτα στο χώρο που ζω, περίπου όπως χρειάζομαι το πικάπ ή το νες καφέ μου.

Μετά το γάμο, λοιπόν, το μόνο πράγμα που με φρίκαρε ήταν η έλλειψη γάτας. Η Γάτα, εννοείται (η πιο υπέροχη από όλες τις υπέροχες γάτες που είχα ποτέ, υπαίτια για το πιο βαθύ παράσημό μου πάνω από το δεξί γόνατο, με αυτοκρατορικό τσαμπουκά τίγρης –σταματάω το εγκώμιο πριν βαρεθείτε) έμεινε στους γονείς μου. Είχα ψελλίσει την επιθυμία μου να πάρω μία αλλά, όπως ήταν αναμενόμενο δεδομένου του τέλειου σύμπαντος στο οποίο έχω συνηθίσει τον περίγυρό μου, η ιδέα πήρε τουλάχιστον τις διαστάσεις υιοθεσίας ρινόκερου: που θα μου γρατζουνίσει τα καινούρια έπιπλα, θα μου καταστρέψει τις πανάκριβες κουρτίνες, θα γεμίσει τον τόπο τρίχες, θα με επιβαρύνει με τη φροντίδα της, θα είναι έξοδο, θα με γρατζουνάει και θα πηγαίνω σαν πρεζάκιας με σημάδια στη δουλειά, θα με κολλήσει τοξόπλασμα (που δε γίνεται αν δεν τρώει ωμό κρέας αλλά έχω βαρεθεί να το εξηγώ αυτό στον κόσμο, εξάλλου αν δεν έχω ήδη τοξόπλασμα θα πρόκειται περί θαύματος) και θα κινδυνέψει η μελλοντική εγκυμοσύνη μου, θα φάει το μελλοντικό μωρό μας, που ίσως γεννηθεί και με θανατηφόρα αλλεργία στις γάτες, θα μου καταστρέφει τις διακοπές και τα λοιπά και τα λοιπά. (Επίσης, θα κλάνει φωτιές, θα ληστεύει τράπεζες, θα βιάζει τον περιπτερά, μια μέρα θα λυσσάξει και θα μας κόψει το λαιμό, θα μας πιει το αίμα, θα βάλει φωτιά στην πολυκατοικία και θα μεταναστεύσει στο Μπαγκλαντές).

Έτσι, με χίλιους ανθρώπους να μου τα λένε όλα αυτά σαν άκρως πιθανά σενάρια, παραιτήθηκα από την ιδέα της γάτας. Και επιβίωσα. Για πέντε ολόκληρους μήνες. Το θέμα πήρε σοβαρές διαστάσεις όταν είδα τη Σούκι στο Τρου Μπλαντ να παίρνει τη γάτα της στο κρεβάτι και (μεταξύ μας) κόντεψα να μπήξω τα κλάματα. Την επομένη γούρλωσα τα μάτια μου στο μωρό και του είπα ότι χρειάζομαι μία γάτα. Και το μωρό (που είναι μεν των σκύλων αλλά λατρεύει και τις γάτες, κι επίσης κάνει τα πάντα εύκολα στη ζωή και επιμελείται διαρκώς της επιβίωσής μου) γέλασε όπως γελάει πάντα και μου είπε ότι θα μου πάρει γάτα, σαν να του ζήτησα φουστάνι, και τη βάφτισε εκ των προτέρων, για να μην αλλάξω γνώμη, και σε τρεις μέρες απέκτησα μια υπέροχη μπέμπα Περσίας με χρυσά μάτια, από αυτές που πάντα ήθελα αλλά όλοι μου έλεγαν απαπαπαπά είναι ένας φρικτός τρίχινος μπελάς (αν κι εγώ ανέκαθεν τις έβρισκα μια τεράστια τρίχινη ευτυχία).

Έχω ξανά ρούχα γεμάτα τρίχες, μια τεράστια γρατζουνιά στο μπούτι (σκαρφαλώνει για να μου κλέψει τις χαρτοπετσέτες) και γατοτροφή στο ντουλάπι με τον πουρέ και τις κονσέρβες. Έχω σηκώσει την καλή κουρτίνα για να μην τη χαλάσει τώρα που είναι μικρή και παίζει, το σαλόνι δείχνει κάπως λιγότερο τέλεια από πριν αλλά δε με νοιάζει. Και στον καναπέ τράβηξε μια-δυο κλωστούλες αλλά επίσης δε με νοιάζει, μόνο εγώ τις διακρίνω ούτως ή άλλως. Και είμαι ευτυχισμένη, με την κουρτίνα καραγκιοζ-μπερντέ και το γρατζουνισμένο καναπέ, σαν να συνειδητοποίησα ξαφνικά ότι ο καναπές ούτως ή άλλως θα γρατζουνιόταν κάποτε, όπως κι εμείς, και δεν έχει νόημα να προσπαθώ να μας κρατήσω ανέπαφους, δεν ξέρω τι σόι στροφή πήρε το μυαλό μου, και σήμερα μου ψιλοχάλασε το φαΐ κι έβαλα τα γέλια, και το μωρό νόμιζε ότι τρελάθηκα, γιατί κανονικά θα έπρεπε να φρικάρω, κι έκατσα κάτω και προσπαθούσα να του εξηγήσω, όλο αυτό απ’ την αρχή, για τα αριστεία μου στο σχολείο και τη γάτα και τις γρατζουνιές στον καναπέ, και μπέρδεψα φυσικά τη γλώσσα μου και είπα κάτι πολύ ακατανόητο, και το μωρό που μιλάει μια φορά στα χίλια χρόνια σοβαρά με σταμάτησε και μου είπε ότι εννοώ ότι μπορώ να είμαι ευτυχισμένη με μία ατελή ζωή, και με άφησε μαλάκα, και του είπα στ’ αστεία γράψ’ το κάπου αυτό γιατί την επόμενη φορά δεν θα θυμάμαι πάλι τι εννοώ, αλλά το μωρό σηκώθηκε και το έγραψε σ’ ένα χαρτάκι και το κόλλησε στο ψυγείο, ήθελα να τον σταματήσω αλλά δε σταματάς το βασιλιά της πόλης σε τέτοιες ιστορικές στιγμές, βασικά θέλαμε μάλλον να ουρλιάξουμε και οι δύο, γιατί σ’ αυτό το σπίτι ξερνάμε αμφότεροι με τα αποφθέγματα και τον Κοέλο (ή όπως προφέρεται) και το γλάρο Ιωνάθαν και όλα τα συναφή βαρύγδουπα περίπου όσο ξερνάμε και με τον Πλιάτσικα, και κοιταχτήκαμε έντρομοι για μια στιγμή, αλλά επειδή το μωρό είναι, όπως είπαμε, ο βασιλιάς της πόλης και λύνει όλα τα προβλήματα, έγραψε «πέος» από κάτω με κεφαλαία γράμματα, κι έτσι αποφασίσαμε σιωπηρά ότι το χαρτάκι μπορεί να μείνει στο ψυγείο.

Από βδομάδα θα πάω τη μικρή για εμβόλια.




Παρασκευή 30 Ιουλίου 2010

Σούπερ ζωδιακό αφιέρωμα: άνδρες καρκίνοι (και πώς να σας παλέψουν οι άλλοι)

Ο Νάρκισσος, ορμώμενος από το φανταστρουμφικό ποστ της Μ, και διαπιστώνοντας για άλλη μια φορά την τρομακτική του πλέον ικανότητα να αναγνωρίζει από χιλιόμετρα το συγκεκριμένο είδος, αποδεχόμενος δε τη βαρύτατη ηθική του υποχρέωση να μοιραστεί με την ανθρωπότητα τη βαθιά του γνώση περί του θέματος, παραθέτει το ακόλουθο βαθυστόχαστο πόνημα.

Πώς σας αναγνωρίζουμε:
Όχι, δεν χρειάζεται να μας πείτε την ημερομηνία γέννησής σας. Είναι αυτή η αλλόκοτη αύρα που σας περιβάλλει, αυτό το μοναδικό κράμα ευαισθησίας, μίρλας, γκρίνιας και παράνοιας, που κάνει τους μυημένους να σας αναγνωρίζουν διαισθητικά προτού καλά-καλά ανοίξετε το στοματάκι σας. Είστε στάνταρ, με τον άλφα ή βήτα τρόπο, καλλιτεχνική και κουλτουριάρικη φύση. Διαβάζετε πολύ (συνήθως παρανοϊκά πράγματα), βλέπετε ταινίες (πάντα παρανοϊκές), ακούτε περίεργες μουσικές. Ανατρέπετε όλους τους νόμους της ψυχοσύνθεσης των δύο φύλων, που θέλουν τους άντρες simple-minded και τις γυναίκες άπατα πηγάδια υπαρξιακών προβληματισμών. Είστε ολόκληροι ένας μεγάλος υπαρξιακός προβληματισμός, μια διαρκής αγωνία, μια υποβόσκουσα κατάθλιψη. Διασκεδάζετε με έναν εντελώς δικό σας τρόπο, που όσοι δεν σας γνωρίζουν καλά αδυνατούν συνήθως να αναγνωρίσουν ως διασκέδαση (λίγοι θα υποπτευθούν, λόγου χάρη, ότι στον καναπέ του κλαμπ όπου έχετε καταρρεύσει αμίλητοι, και ακινητείτε επί ώρες ατενίζοντας το κενό, περνάτε πραγματικά μια χαρούλα• αν και δεν αποκλείεται να πεταχτείτε και σαν ξεβιδωμένα πάνω και να χορέψετε μέχρι πρωίας, βγάζοντας κατά διαστήματα περίεργες κραυγές). Η ζωή είναι άδικη μαζί σας, σκληρή, άπονη και κακούργα. Είστε μόνοι, κανείς δεν σας καταλαβαίνει (εξαιρούνται οι φίλοι-σύντροφοι που περιγράφονται παρακάτω και οι οποίοι χαρακτηρίζονται από ανάλογα συμπτώματα παράνοιας, αλλιώς θα έτρεχαν μακριά σας να σωθούν). Οι προθέσεις σας διαρκώς παρεξηγούνται, αφού σπανίως μπαίνετε στον κόπο να εκπέμψετε κοινώς κατανοητά σήματα, αλλά πιστεύετε ακράδαντα ότι οι άλλοι πρέπει να μαντεύουν με κάποιο τρόπο αυτά που κρύβετε στο βάθος του μυαλού σας. Έχετε χάσει άπειρες ευκαιρίες στη ζωή σας, γιατί μέχρι να τελειώσετε το διαλογισμό σας περί του αν είναι καλύτερα να δράσετε με τον τρόπο άλφα ή τον τρόπο βήτα το πουλάκι έχει πετάξει, κι εσείς έχετε πιθανότατα εξαντληθεί από τη διανοητική υπερπροσπάθεια• κατόπιν, εξαντλείστε ακόμα χειρότερα αναλύοντας για ώρες/μέρες/χρόνια/δεκαετίες το γιατί πράξατε όπως πράξατε (ή μάλλον το γιατί δεν πράξατε όπως δεν πράξατε) στη συγκεκριμένη περίπτωση. Είστε υποχόνδριοι. Τρώτε συχνότατα αναίτιες φρίκες για την υγεία σας, πιστεύετε ότι πάσχετε από κάτι απίθανο, ότι επίκειται το τέλος σας, σηκώνετε μοϊκάνα, αλλά κατά βάθος ηδονίζεστε με την ιδέα ότι κάτι μπορεί να έχετε. Είστε επιρρεπείς στο αλκοόλ και τις καταχρήσεις γενικά (και μετά ξαναφρικάρετε για την υγεία σας που, αν και θαυμάσια, εσείς πιστεύετε ότι έχει πάρει την κατιούσα). Είστε ανασφαλείς. Ζηλεύετε φρικτά. Υποφέρετε πάρα πολύ συχνά –και πώς να μην υποφέρετε, μέσα στη σκληρή κακούργα κοινωνία, με τους σκληρούς κακούργους ανθρώπους που σας περιστοιχίζουν;


Οι φίλοι σας:
Κατά πάσα πιθανότητα, κάνετε χωριό με τα νερά, που κουβαλάνε την ίδια τρέλα. Βέβαια, άλλο άνδρα καρκίνο δύσκολα θα ανεχθείτε στο περιβάλλον σας, γιατί θα ενώσετε τις δυστυχίες και τους προβληματισμούς σας και θα σας πέσει βαρύ το πακέτο –το χειρότερο, θα κλέβει την προσοχή από εσάς διεκδικώντας για τον εαυτό του την αμέριστη συμπαράσταση, κατανόηση και συμπάθεια του περίγυρου. Μάλλον τους αποφεύγετε από ένστικτο αυτοσυντήρησης καθώς, στη θεωρητική περίπτωση που θα κολλούσατε με ομοιοπαθή, θα ακινητούσατε επί αιώνες στον ίδιο καναπέ αναλύοντας τα μυστήρια της ζωής, του σύμπαντος και της δαιδαλώδους ψυχοσύνθεσής σας, μέχρι να βρουν οι αρχαιολόγοι τους σκελετούς σας δίπλα-δίπλα μισό εκατομμύριο χρόνια μετά. Πιθανότατα δεν το έχετε συνειδητοποιήσει, αλλά στο χειρότερό εφιάλτη σας μετοικείτε στο φανταστικό χωριό που κατοικείται αποκλειστικά από ομοίους σας, και φρικάρετε χειρότερα και από τον Καλαμάρη στο γνωστό επεισόδιο του Μπομπ Σφουγγαράκη. Κολλάτε ακαριαία με ψαράκια και σκορπιούς (θηλυκού κατά προτίμηση γένους, ώστε να έχουν και την ανάλογη δόση μητρικής τρυφερότητας απέναντί σας• εξάλλου, η προαναφερθείσα δαιδαλώδης ψυχοσύνθεση προσομοιάζει από μόνη της στη γυναικεία ψυχολογία), που συμμερίζονται όπως είπαμε την τρέλα σας και γουστάρουν μαζοχιστικά τις επανειλημμένες γεωτρήσεις στα εσώψυχά σας (επί τη ευκαιρία, σκάβουν λίγο και στα δικά τους παρανοϊκά βάθη). Ιδίως με τις σκορπίνες έχετε μια αυτόματη έλξη, γιατί πάσχουν από τα σύνδρομα τα-έχω-φιλοσοφήσει-όλα και εγώ-θα-σώσω-τον-κόσμο-και-σένα-μαζί, και μπορούν να σας ακούν αγόγγυστα για χίλιες ώρες και να σας συζητάνε για άλλες τόσες (για να μην πούμε και ότι, ως γνήσια ναρκισσιστικά όντα που είναι, κολακεύονται και οι ίδιες αφάνταστα από το ενδιαφέρον που τους δείχνετε). Όλοι οι υπόλοιποι άνθρωποι θέλουν να σας σκοτώσουν, ή έστω να τρέξουν έντρομοι μακριά σας για να γλιτώσουν.

Οι ερωτικοί σας σύντροφοι:
Παρομοίως. Κατά 99%, τα έχετε με καρκίνο, ιχθύ ή σκορπιό. Με τους ιχθείς είναι το συνηθέστερο και πλέον ευτυχές ταίριασμα, γιατί είναι ανεκτικοί μέχρι αηδίας και πονοψυχιάρηδες και θα σας ανεχθούν/συμπαρασταθούν/χαρίσουν τη ζωή στη συντριπτική πλειοψηφία των περιπτώσεων. Αν ερωτευτήκατε σκορπίνα, πράγμα επίσης πολύ πιθανό για τους λόγους που προαναφέραμε, προσέχετε γιατί είναι σχεδόν βέβαιο ότι κάποια στιγμή θα σας σκοτώσει, ή έστω θα σας χτυπήσει πολύ άσχημα, ή τέλος πάντων ο έρωτάς σας θα λήξει άδοξα κάποια μέρα που εσείς θα θέλετε αγκαλιά και συζήτηση για τη σχέση σας μετά το σεξ κι εκείνη θα σας ρίξει μια μούτζα και θα τρέξει αλλόφρων στο σαλόνι να πιει μπύρες και να κοιμηθεί μουρμουρίζοντας χριστοπαναγίες. Όλοι οι υπόλοιποι σύντροφοι θα σας πληγώσουν ανεπανόρθωτα.

Πώς σας αντέχουμε:
Με αμέριστη υπομονή, αγάπη, στοργή, προδέρμ και πατ-πατ στο κεφαλάκι. Βασικά, αν δεν σας έχουμε σκοτώσει εξαρχής και σας συναναστρεφόμαστε, σας λατρεύουμε και δεν κάνουμε χωρίς εσάς. Είστε, πώς να το κάνουμε, ενδιαφέροντες και γοητευτικοί (κατά πάσα πιθανότητα είμαστε μάλλον γυναίκες που το πιστεύουμε αυτό, τα κλασικά αρσενικά όντα παίζει να θέλουν να σας πυροβολήσουν, ή απλά αποκοιμιούνται αλλάζοντας κανάλια ενώ τους εξιστορείτε τα βάσανά σας ή τον ψυχαναλυτικού τύπου προβληματισμό που σας γεννήθηκε καθώς παρακολουθούσατε το πέταγμα μιας πεταλούδας κοντά στη φλόγα ενός κεριού ή κάτι παρόμοιο). Μαθαίνουμε να μη θεωρούμε ψυχασθενική οποιαδήποτε συζήτηση. Σας ποτίζουμε, πίνουμε κι εμείς μαζί σας και εν τέλει περνάμε τζάμι (και ξερνάμε, παρέα ή χώρια, τις πρώτες πρωινές ώρες). Προσέχουμε τι σας λέμε, γιατί δεν αποκλείεται να σας γεννήσει κάποιο καινούριο βασανιστικό ερώτημα στον εγκέφαλό σας, που θα σας κρατήσει άυπνους για τρία βράδια στη σειρά και πιθανόν να θέλετε να σας το λύσουμε δέκα χρόνια μετά, που εμείς δεν θα θυμόμαστε καν για ποιο πράγμα μιλάτε. Δεν παρεξηγούμε όταν κάνετε μισή χιλιετία να δώσετε σημεία ζωής, το ξέρουμε ότι στο βάθος του μυαλού σας μας αγαπάτε και μας σκέφτεστε. Τέλος, επισκεφτόμαστε ψυχίατρο (αν δεν το κάνετε ήδη εσείς), γραφόμαστε σε κάποιο group therapy, προμηθευόμαστε καλά ψυχοφάρμακα.


(τέρας, αν το διαβάσεις, μην μείνεις άυπνος, και στείλε μου φιλάκια)

Δευτέρα 28 Ιουνίου 2010

μελαγχολία ταχύτητας


Μαζί με τα υπόλοιπα συμπράγκαλα του σπιτιού, αγόρασα και χύτρα ταχύτητας.


Η αγορά της χύτρας, ασφαλώς, ήταν αποτέλεσμα του αιώνιου βίτσιου μου να τρέχω με χίλια: τι, δηλαδή, να περάσω τη ζωή μου δέσμια των παραδοσιακών χρόνων μαγειρέματος; Να γυρνάω από τη δουλειά και να θέλω δυο ώρες να μαγειρέψω –σκέψου, στο μέλλον, και μ’ ένα κουτσούβελο στα πόδια μου; Συνέβαλαν, εννοείται, και οι παραινέσεις μαμάδων-θειάδων και λοιπών θηλυκών συγγενών, βετεράνων της κουζίνας, που με διαβεβαίωσαν περί της πρακτικότητας του πράγματος: κρέας σε ένα εικοσάλεπτο, όσπρια σε μισή ώρα, λαχανικά στον ατμό σε ελάχιστα λεπτά, και φαγητό λιώμα, πεντανόστιμο, που στην απλή κατσαρόλα δύσκολα σου βγαίνει –το συζητάς; Χύτρα και πάλι χύτρα, τελευταίο μοντέλο, ντιζαϊνάτο, με σούπερ προδιαγραφές ασφαλείας· να τη χειρίζεται, σου λέει, και μικρό παιδί.


Ότι εγώ, τώρα, προδιαγραφές ξε-προδιαγραφές, βλέπω τη χύτρα σα μίνι βόμβα υδρογόνου, είναι μια άλλη υπόθεση. Είμαι που είμαι ατσούμπαλη κι αιωνίως αφηρημένη, τη φαντάζομαι να σκάει (εξαιτίας κάποιας εκπληκτικής βλακείας μου, ικανής να κατατροπώσει και την τελευταία λέξη γερμανικής τεχνολογίας), εκτινάσσοντας το κεφάλι μου, παρέα με κάμποσα ντουλάπια της κουζίνας, στην ταράτσα της πενταόροφης πολυκατοικίας μας. Το μωρό γελάει, φυσικά, με τα αιματοβαμμένα μου σενάρια –κι εγώ γελάω με την πάρτη μου, που μονίμως φαντάζομαι φρικτά ατυχήματα, και φυσικά δεν θα επέτρεπα ποτέ στον εαυτό μου να καταπιεί μια τέτοια χαζή φοβία, δεν το δέχομαι δηλαδή, άνθρωπος με δυο πτυχία και να με κάνει ό,τι γουστάρει μια χαζο-χύτρα, δεν θα ’μαστε καλά. Κι αν η μάνα μου, στην τελική, που φοβάται και τον ίσκιο της και καταπίνει κι ένα κάρο φάρμακα, μαγείρευε μια ζωή με χύτρα, εγώ, που μπροστά της είμαι τουλάχιστον πολεμιστής σαμουράι, θα παραδεχτώ ότι κωλώνω;


Την έβαλα μπροστά μια-δυο φορές, με το μωρό στο σπίτι πάντα –όχι για να μου κάνει τίποτα δηλαδή, έτσι, για ψυχολογική υποστήριξη. Το μωρό, εξάλλου, λειτουργεί ως τέλειο αντίδοτο για τους πάσης προελεύσεως πανικούς μου, από την εξάπλωση της κυτταρίτιδας μέχρι τις φυσικές καταστροφές· αφήστε που έχει μαγικές σχεδόν ικανότητες στο χειρισμό μηχανημάτων, συσκευών, κουμπιών και μαραφετιών κάθε είδους. Κι αν στο στρατό, με άοπλο Ι4, έδειχνε σε όλο τον υπόλοιπο λόχο πώς λύνουν και ξαναδένουν το G3 κάνοντας και ρεκόρ χρόνου έτσι για την πλάκα του, καταλαβαίνετε πως η συναρμολόγηση των οκτώ καταραμένων κομματιών στα οποία πρέπει να διαλύσεις, σύμφωνα με τις οδηγίες, την φανταστρουμφική βαλβίδα ασφαλείας της χύτρας για να την πλύνεις μετά από κάθε χρήση, του φαίνεται κάτι λιγότερο από παιχνιδάκι.


Εγώ παλεύω, εννοείται, βγάζοντας τα μάτια μου για να βεβαιωθώ τι ακριβώς δείχνει το σχετικό σχέδιο του manual (το οποίο το μωρό, όπως φαντάζεστε, ουδέποτε μπήκε στον κόπο να συμβουλευτεί –αυτά είναι για τα χαζά κοριτσάκια σαν εσένα, γελάει), και πάλι λάθος τη φτιάχνω, να χέσω τα δύο πτυχία μου, όλο κάτι λάθος σφίγγω, κάτι μου σκαλώνει, κι αν κατά τύχη το κάνω σωστά ποτέ δεν είμαι βέβαιη, κι άντε πάλι το σενάριο με το ιπτάμενο κεφάλι.


Και σήμερα έτσι την πάτησα, έτρεμα αν είχα δέσει σωστά τη σατανική βαλβίδα, και το μωρό είχε πεταχτεί μέχρι την τράπεζα, αλλά έλα που του είχα τάξει ρεβυθόσουπα (με σούπερ συνταγή της μαμάς, που δεν την έχω φάει πουθενά αλλού, να νομίζεις ότι τρως σούπα αυγολέμονο, τέτοια νοστιμιά), κι άμα περίμενα να γυρίσει για να βάλω μπρος δε θα προλάβαινε να φάει πριν φύγει για τη δουλειά, γι’ αυτό σε μια κρίση αυτοπεποίθησης άναψα το μάτι, μύχια ελπίζοντας ότι αν κάτι πήγαινε στραβά θα είχε εντωμεταξύ επιστρέψει το μωρό να με σώσει. Ασφαλώς όλα πήγαν στραβά (ή έτσι μου φάνηκε, δεν θα μάθω ποτέ την αλήθεια), η χύτρα έκανε κάτι περίεργα φσςςς και μου έβγαλε κάτι ζουμιά, που μπορεί και να ήταν στο πρόγραμμα αλλά εγώ φρίκαρα τη ζωή μου, και αποφάσισα ότι δεν είμαι κι ούτε φιλοδοξώ να γίνω πυροτεχνουργός, κι ότι σε κάθε περίπτωση είμαι πραγματικά πάρα πολύ νέα για να πάω έτσι άδοξα για δυο πιάτα ρεβύθια, κι έκλεισα το μάτι και βγήκα στο μπαλκόνι να καπνίσω, με φρικτές τύψεις που θα τάιζα το μωρό προχτεσινό αρακά με συνοδεία κονσέρβα.


Πάνω στην ώρα κατέφτασε και το μωρό (που, ευτυχώς για μένα, είναι υπεράνω κατεστραμμένων φαγητών και άλλων τέτοιων μικροδραμάτων που απειλούν καθημερινά τη δική μου ψυχολογική ισορροπία), και νομίζω το διασκέδασε πραγματικά το όλο πράγμα, τα μούτρα μου δηλαδή και τη χύτρα που την είχα βγάλει στην άκρη με χίλιες προφυλάξεις, έσκασε στα γέλια, δήλωσε ότι προτιμά τον αρακά, έφαγε στο πόδι κι έφυγε. Κι εγώ αποφάσισα να μην πετάξω στα σκουπίδια τα σκατορεβύθια, αλλά να τα μαγειρέψω κανονικά, με το νορμάλ καπάκι, ας έπαιρνε και δέκα ώρες πλέον, τι μ’ ένοιαζε; Άσε που στο μεταξύ είχα διαπιστώσει ότι είχα ξεμείνει από λεμόνια, κι έπρεπε να πεταχτώ παραδίπλα στο μανάβικο να πάρω. Ντύθηκα όπως-όπως και ξεπόρτισα.


Έπρεπε να μου τύχει σήμερα ακριβώς, μ’ αυτό το γκρίζο ψιλόβροχο και την όλη υπόθεση μαγείρεμα ρεβυθόσουπας να παίζουν πινγκ-πονγκ με τις ορμόνες μου (θα μπορούσα να πεθάνω, είχα σκεφτεί όταν τον πρωτοείδα, κι ασφαλώς ένα μαγείρεμα προηγείται μιας τέτοιας μελοδραματικής κατάστασης, αστείο πράμα, να του φτιάξω ένα πιάτο φαγητό· που πάνε δέκα χρόνια και δεν μπορώ να συνηθίσω, επιβιώνω από σπόντα πάνω στα τακούνια μου, μες στα φουστάνια μου που του αρέσουν, και προσπαθώ να μαζευτώ σ’ ένα σχήμα λογικοφανές τουλάχιστον, αλλά τρομάζω συνέχεια τι βλέπει σ’ εμένα, τώρα που μέσα σ’ όλα τ’ άλλα σφουγγαρίζω κάθε δυο μέρες τα πλακάκια, αστείο πράμα, αλήθεια, να μαγειρεύεις ρεβύθια από έρωτα, ποιος να σε πιστέψει, να καταλάβει τι λες, θα πεθάνω σκέφτομαι όποτε κλείνει την πόρτα αλλά φυσικά δεν πεθαίνω, και μαγειρεύω ή ποτίζω τα λουλούδια ελπίζοντας ότι το βράδυ θα καταλάβει, θα υποψιαστεί πως ήταν η μόνη εφικτή εναλλακτική μου, άγριο πράμα, νοικοκυρεύτηκες μου λένε και θέλω να κλάψω από τα γέλια, ενίοτε κλαίω στ’ αλήθεια και μετά το ρίχνω στο προεμμηνορροϊκό, τρέχω να τσεκάρω στον καθρέφτη του σαλονιού μη με βρει μουτζουρωμένη)· έπρεπε να τους πετύχω σήμερα, ένα μέτρο από το μανάβικο, τους πιτσιρικάδες στην είσοδο του διπλανού σπιτιού, με τις τσάντες του σχολείου πεταμένες, στα μαύρα, τα μαλλιά μέχρι τη μέση (νόμισα πως τον είδα φάντασμα μπροστά μου δέκα χρόνια πριν), είχανε μια κιθάρα και παίζανε, ψιλοτραγουδούσαν, στ’ αρχίδια τους που ήταν μεσημέρι, που περνούσε κόσμος, μου ’ρθε να σκάσω στα γέλια, να πετάξω κι εγώ την τσάντα μου και να κάτσω χάμω μαζί τους να τραγουδήσω, όπως έκανα όταν τον πετύχαινα έξω από το παλιό σχολείο, ίδια φάση ακριβώς, ν’ ανατριχιάζεις, την εποχή που η ιδέα και μόνο να μαγειρεύω ρεβύθια ήταν σενάριο επιστημονικής φαντασίας. Κατάπια εννοείται το γέλιο και τις λοιπές παρορμήσεις μου και γλίτωσα το ρεζίλι, ευτυχώς, τα πιτσιρίκια εξάλλου δεν θα είχαν κανένα λόγο να υποθέσουν ότι τους ρίχνω μια δεκαετία τουλάχιστον, πόσο μάλλον ότι έχω μια κατσαρόλα στη φωτιά, πως τον παντρεύτηκα, πως έχω τα μαλλιά του στην ντουλάπα, πως κανείς δε με πιστεύει. Το πολύ να νόμιζαν ότι κάνω καμάκι, κι άντε να τους εξηγείς μετά, μου ρίχνανε και δυο κεφάλια ο καθένας. Πήρα τα λεμόνια κι εξαφανίστηκα.


Τα ρεβύθια μου τρώγονται τελικά –όχι σαν της μαμάς, αλλά καλά μου βγήκαν.

Πέμπτη 20 Μαΐου 2010

6 + 1 πράγματα να θυμάσαι από ένα γάμο

Επειδή αρκετά σας τα έπρηξα με τη γκρίνια περί θρησκευμάτων, αδειών και λοιπών γραφειοκρατικών αηδιών, ορίστε η συγκλονιστική ανάρτηση που όλοι με αγωνία περιμένατε. Ελπίζω το παρόν αριστούργημα να αναπληρώσει, όσο γίνεται βέβαια, το τραγικό και δυσβάστακτο κενό όσων δεν μπόρεσαν δυστυχώς να παραβρεθούν στο κοσμοϊστορικό αυτό γεγονός.


Τρομοκρατήστε το φωτογράφο: Λοιπόν σας το ορκίζομαι, παρ’ όλα όσα είχα πει σε προηγούμενη ανάρτηση, ήμουν πραγματικά πάρα πολύ καλή μαζί του. Του μίλησα τουλάχιστον δύο φορές καθ’ όλη τη διάρκεια της φωτογράφησης, τον κέρασα ουίσκυ, μέχρι τον καημένο τον κουμπάρο μου έστειλα να τρέχει να πάρει σοκολατάκια γιατί διαπίστωσα τελευταία στιγμή ότι δεν είχα ένα γλυκό να κεράσω. Αυτός τώρα για ποιο λόγο ακριβώς φρίκαρε, και είχε την περισσότερη ώρα ένα βλέμμα σαν να περίμενε να εκραγεί καμιά βόμβα μέσα στο σπίτι, καμία ιδέα δεν έχω. Υποπτεύομαι, ωστόσο, ότι του προκάλεσαν ίσως κάποια νευρικότητα τα υπέροχα μαύρα σεντόνια που είχα στρώσει στην κρεβατοκάμαρά μας, ασορτί εννοείται με τις σούπερ υπέροχες μαύρες κουρτίνες μας. Τι να πω πια, μπορεί και να τον πείραξε ο Marilyn που έπαιζε στο τέρμα. Θα έλεγα ότι μπορεί να τον αποσυντόνισαν και τα μπούτια της αδερφής μου, που σκότωνε με κάτι μαύρα διχτυωτά που φόραγε, αλλά έχω βάσιμες υποψίες ότι, αν παίχτηκε κάτι σε τέτοιου τύπου αποσυντονισμό, μάλλον είχε άλλα γούστα και ήταν το μωρό που τον αποσυντόνισε, διότι εν τέλει τράβηξε με το ζόρι δεκαπέντε σόλο φωτογραφίες εμένα, που ήμουν νύφη (ευτυχώς έβγαλε μερικές πολύ ωραίες, αλλιώς θα τον είχα κρεμάσει με συνοπτικές διαδικασίες), ενώ το μωρό καμιά πενηνταριά τουλάχιστον, με εβδομήντα διαφορετικά ζουμ στη γραβάτα, στο χέρι, στο πόδι, στο μάτι, στο στόμα και δεν ξέρω κι εγώ πού αλλού (αφήστε, δε, που μου είπε όταν πήγα να πάρω τις φωτογραφίες ότι σκοπεύει να μας βάλει στη βιτρίνα, σε μια ωραία σύνθεση λέει, με μία δικιά μου φωτογραφία και δύο του μωρού). Σε κάθε περίπτωση, ο καημένος ο άνθρωπος θα πρέπει να έφαγε ένα σοκ με την πάρτη μου, διότι όταν πήγα να διαλέξω άλμπουμ έτυχε να πω ότι δεν μου άρεσε ένα καφέ που μου έδειξε (απλά γιατί ήταν απαίσιο το συγκεκριμένο καφέ), κι εκείνος έσπευσε να πει περίλυπος «α, θέλετε μαύρο, ε; δυστυχώς νομίζω δεν βγαίνει σε μαύρο!», κι εγώ προσπαθούσα σα μαλάκας να καταλάβω πού του ήρθε το μαύρο, κι από πού κι ως πού δηλαδή να θέλω μαύρο άλμπουμ γάμου, εγώ για λευκό/ιβουάρ σκεφτόμουν, και μετά θυμήθηκα τα μαύρα σεντόνια, και τις κουρτίνες, και την αδερφή μου που ήταν σαν γκοθ τσόντα στο κυριλέ, και συνειδητοποίησα ότι φορούσα και μαύρα (τι περίεργο) εκείνη τη στιγμή, και γαμήθηκα στο γέλιο μπροστά του και νομίζω τον τρόμαξα ακόμα περισσότερο, αλλά δεν πειράζει, θα το ξεπεράσει, ένα σκασμό λεφτά πήρε (χαλάλι του βέβαια γιατί έβγαλε τέλειες φωτογραφίες, είπαμε, ιδίως το μωρό).


Ντύνοντας το γαμπρό: Την ημέρα του γάμου συνειδητοποίησα με τον πλέον ξεκαρδιστικό τρόπο ότι το καημένο το μωρό όταν άκουγε τη φράση ντύνουν το γαμπρό είχε κατά νου μια πιο μεταφορική εικόνα, του τύπου ντύνομαι-μόνος-μου-και-κάποιος- παριστάνει-ότι-μου-δένει-τη-γραβάτα. Εννοείται, φυσικά, ότι είχαν σκάσει από νωρίς στο σπίτι όλοι οι αγαπημένοι κάφροι, οι οποίοι προς μεγάλη του φρίκη εννοούσαν να τον ντύσουν κυριολεκτικά –αφήστε που είχαν ακούσει και όλοι για το cavalli σώβρακο και είχαν λυσσάξει στο γέλιο να το δουν και να το απαθανατίσουν δεόντως. Το αποτέλεσμα ήταν ν’ ακούσουν οι γείτονες μεσημεριάτικο κάτι ουρλιαχτά του μωρού, το οποίο προσπαθούσε απεγνωσμένα και ματαίως να τους πείσει, αν όχι να βγουν από το δωμάτιο όπου εννοείται είχαν μπουκάρει, τουλάχιστον να μην τον τραβάνε φωτογραφίες πριν βάλει το παντελόνι του. Εννοείται ξανά ότι δεν τον άκουσε κανείς, και ότι το cavalli (χαλάλι τα λεφτά που πλήρωσα) απαθανατίστηκε σε πλείστες όσες πόζες (τις οποίες μάλιστα δεν σκεφτήκαμε να αφαιρέσουμε από το φάκελο με τις φωτογραφίες που δώσαμε στην αδερφή μου μετά το γάμο, η οποία αδερφή μου φυσικά έσπευσε να πει στο μωρό για τις kinky πόζες του, και φυσικά το μωρό πάνω μου ξέσπασε και μ’ έβριζε ένα απόγευμα για τις μαλακίες μου, αλλά γέλασα τόσο που μικρό το κακό).


Η πτώση του νυφικού: Εγώ το είχα πει σε κείνη την καλή κυρία όταν έκανα την τελευταία πρόβα, ότι το νυφικό δεν στέκεται καλά στο στήθος μου και θα πέσει. Η καλή κυρία εξανέστη και ωρυόταν ότι είναι α-πο-λύ-τως αδύνατο να πέσει, διότι του έχει βάλει τέσσερα λάστιχα και εβδομήντα εξτρά κόπιτσες και τρία φερμουάρ (άμα πέσει το ένα να σφίξω το άλλο κι άμα χαλαρώσει το άλλο να δέσουμε το παράλλο και πάει λέγοντας, σαν τα εφεδρικά αλεξίπτωτα ένα πράμα), και σε κάθε περίπτωση επιτέλους, είναι ένα αμπλα-ου-μπλα collections νυφικό!, και ουδέποτε νύφη μας παραπονέθηκε για τέτοιου είδους ατύχημα (καταλάβατε τώρα, ουστ μωρή παρακατιανή που θα μας πεις ότι δε ράψαμε καλά το νυφικό και θα πέσει από τα ανύπαρκτα βυζιά σου). Τι να κάνω κι εγώ το καημένο, επεχείρησα άλλη μία φορά να ψελλίσω ότι πραγματικά νομίζω ότι το νυφικό θα γλιστρήσει αν περάσει λίγη ώρα γιατί δεν το νιώθω να στέκεται καλά, αλλά της κυρίας της γυάλισε το μάτι αυτή τη φορά και ξαναείπε κάτι για την απαράμιλλη ραφή των αμπλα-ου-μπλα collections νυφικών, μέχρι που μπήκα κι εγώ στο τριπάκι και το πίστεψα, ότι το σούπερ-ντούπερ-ουάου αμπλα-ου-μπλα νυφικό μου θα ήταν αδύνατον να πέσει. Ας πρόσεχα.

Η σταδιακή πτώση-γλίστρημα του νυφικού ξεκίνησε λίγο πριν φύγω από το σπίτι (το επιβεβαιώνουν και οι φωτογραφίες, διότι σε μία έχω βγει να προσπαθώ να το μαζέψω σκασμένη στο γέλιο). Εγώ εννοείται φρίκαρα και είπα με τρόμο στην αδερφή μου «βοήθεια, το νυφικό θα μου πέσει». Επειδή όμως η παράνοια είναι κολλητικό πράγμα, η sis με διαβεβαίωσε με ακράδαντη πίστη Ελένης Λουκά ότι αν είναι δυνατόν, αμπλα-ου-μπλα collections νυφικό και να πέσει, απλώς έχεις άγχος και νομίζεις ότι γλιστράει. Κι επειδή, ξαναλέω, είναι κολλητικό το ρημάδι, είπα κι εγώ δε βαριέσαι, ιδέα μου θα είναι.

Ότι φυσικά η πτώση του νυφικού κάθε άλλο παρά ιδέα μου ήταν επιβεβαιώθηκε περίτρανα την ώρα του γάμου, όταν α) διαπίστωσα ότι ήταν εξαιρετικά δύσκολο να περπατήσω χωρίς να τσακιστώ, διότι το –ούτως ή άλλως σερνάμενο– νυφικό μου είχε γλιστρήσεις άλλους τρεις πόντους κάτω με αποτέλεσμα να το πατάω συνεχώς και β) όταν την ώρα που μας πάντρευε ο δήμαρχος έσκυψα το κεφάλι μου γιατί με είχαν πάρει τα ζουμιά και είδα την αριστερή μου ρώγα. Θέλω να πιστεύω ακράδαντα (με πίστη Ελένης Λουκά) ότι έφταιγε η στάση του κεφαλιού μου τουλάχιστον και ότι δεν ήταν τόσο εμφανής και στους υπολοίπους παρευρισκομένους.

Σε κάθε περίπτωση μη φανταστείτε ότι χάλασα και τη ζαχαρένια μου, απλώς στην υπόλοιπη βραδιά προστέθηκε και η επωδός «ρε παιδιααααά, κάποιος ας τραβήξει το νυφικό μου στην πλάτη, πάλι έπεσε το αμπλαουμπλαcollectionsμουμέσα».


Εγώ και οι υπόνομοι: Μακράν το καλύτερο απρόοπτο του γάμου: Σταματάει ο γαμπρός μου το αυτοκίνητο (στο μοναδικό σημείο που μπορούσε να σταματήσει, γιατί είχε κάτι μαλακισμένα σίδερα στο πεζοδρόμιο) για να εξέλθω λέει, νύφη, μέσα στο φλας, το χειροκρότημα και τον κακό χαμό. Ανοίγω την πόρτα, πάω να βγάλω πόδι (σημειώστε, πάντα μέσα στο φλας, το χειροκρότημα και τον κακό χαμό), και διαπιστώνω ότι μπροστά μου βρίσκονται δύο υπόνομοι, ένας δεξιά ένας αριστερά, με απειροελάχιστο χώρο ενδιάμεσα, ίσα-ίσα για να πατήσω χωρίς να χωθεί το τακούνι μου μέσα. Εγώ κατουρήθηκα στο γέλιο, ο φωτογράφος να μου φωνάζει «μη στεναχωριέσαι, δεν θα φαίνεται», εγώ να ισορροπώ μεταξύ σχάρας 1 και σχάρας 2, και όλοι να βρίζουν τον καημένο το γαμπρό μου πού βρήκε να παρκάρει. Εννοείται ότι λατρεύω τη σχετική φωτογραφία, όλοι με έχουν γκαστρώσει να την περάσω στο photoshop αλλά εγώ επιμένω ότι τι σκατά αυθεντικός industrial γάμος θα ήταν χωρίς αυτό, ούτως ή άλλως την καταβρίσκω με τα σουρεάλ πράγματα όπως θα γνωρίζετε ήδη οπότε μάλλον σκέφτομαι να την κάνω κορνίζα.


Χορεύοντας με το νυφικό (κατά το χορεύοντας με τους λύκους): Όποιος από εσάς είχε ποτέ την ατυχία να με δει να χορεύω dead Kennedys ή τίποτα τέτοιο μετά από τρεις πέρδικες, μπορεί να σταματήσει την ανάγνωση διότι η συνέχεια είναι προβλέψιμη. Οι υπόλοιποι καλείστε απλώς να επιστρατεύσετε τη φαντασία σας και να με οραματιστείτε, μετά από τρεις πέρδικες, μία ανυπολόγιστη ποσότητα σαμπάνιας και μερικά δεν-ξέρω-τι-είχαν-μέσα-σφηνάκια, και αφού αποφάσισα ότι το νυφικό παραήταν μακρύ και άβολο για τη διάθεσή μου, να έχω πάρει την υπερσικάτη γραβάτα του μωρού (το οποίο ήταν επίσης τύφλα και είχε ξεκουμπώσει το πουκάμισό του μέχρι τον αφαλό περίπου αλά latin lover, με αποτέλεσμα να γυαλίζει ακόμα περισσότερο το μάτι μου) και να την έχω χρησιμοποιήσει ως σκοινί για να στρουφίξω τα τρία τέταρτα του μήκους του φουστανιού, κατόπιν δε ως ζώνη για να στερεώσω όλο αυτό το πράγμα στη μέση μου, και να δημιουργήσω μία νέα, σούπερ τρέντι και ομολογουμένως πολύ πιο άνετη εκδοχή του καταπληκτικού αμπλα-ου-μπλα collections νυφικού μου (την οποία εννοείται αν την έβλεπε η σχεδιάστγια θα είχε χτυπήσει εφτά εγκεφαλικά ταυτόχρονα και θα την τρέχανε ακόμα). Προσθέστε δε σε αυτό το βλέμμα του αγαπημένου ξαδέρφου από το νησί, ο οποίος πράγματι απέδειξε την αγάπη του ακολουθώντας μας μεταμεσονύκτια στο μαγαζί όπου διαδραματίστηκαν τα εκπληκτικά αυτά γεγονότα, προσπαθώντας να προσποιηθεί ότι όλα του φαίνονταν πάρα πολύ φυσιολογικά, ακόμα και όταν η θεά sis σε μία έξαρση κεφιού τον έσυρε πάνω να χορέψουν, λέει, beastie boys (τον απαθανάτισε μάλιστα κάποιος με το χέρι σηκωμένο, δεν πρόλαβα να δω αν ήταν φιγούρα τσιφτετελιού ή έκκληση για βοήθεια), και θα έχετε την πλήρη εικόνα.


Το νυφικό ξέρασμα και η αμνησία: Θεωρώ απολύτως αυτονόητο ότι το πρώτο πράγμα που έκανα εισερχόμενη στο σπίτι ως παντρεμένη γυναίκα ήταν να βγάλω τα συκώτια μου. Αυτό ήταν και η τελευταία μου ανάμνηση (αν και κάπως θολή, ομολογώ) από το φανταστρουμφικό αυτό βράδυ. Το καλύτερο ήταν ότι το επόμενο μεσημέρι που ξυπνήσαμε είχαμε αμφότεροι ένα μικρό κενό μνήμης –συγκεκριμένα, αδυνατούσαμε να θυμηθούμε με ποιο τρόπο είχα βγάλει το νυφικό μου (διότι μόνη μου ήταν πρακτικά αδύνατο να ξεκουμπώσω τα τέσσερα λάστιχα, τις εβδομήντα εξτρά κόπιτσες και τα τρία φερμουάρ, και όσο για το μωρό, αυτός δεν θυμόταν καν πώς έβγαλε τα δικά του ρούχα, οπότε αποκλειόταν εντελώς να έχει καταφέρει τέτοιο άθλο χωρίς να βλέπει μπροστά του). Σπεύσαμε λοιπόν να ρωτήσουμε τη sis, η οποία παραμένει πάντα ξεσούρωτη (τουλάχιστον σε σχέση με τους υπολοίπους), τι ακριβώς είχε παιχτεί στην επιστροφή, πώς σκατά ανεβήκαμε στο σπίτι κλπ. Το αποτέλεσμα ήταν η sis να εξαγριωθεί και να αρχίσει να κατραπακιάζει το μωρό, ωρυόμενη άχρηστε αναξιόπιστε αλήτη που σου έδωσα την αδερφή μου και διάφορα άλλα τέτοια τρομερά. Όταν ηρέμησε, μας εξήγησε ότι εγώ είχα τρέξει στο μπάνιο (προφανώς λόγω στομαχιού-λούνα παρκ), το μωρό είχε τρέξει πίσω μου να δει αν την παλεύω, κι εκείνη είχε τρέξει επίσης να με φροντίσει, αλλά το μωρό βγήκε με απόλυτα νηφάλιο ύφος χιλίων καρδιναλίων, άπλωσε το χέρι καθησυχαστικά και της είπε μπορείς να πας σπίτι, μην ανησυχείς, τώρα είναι στα χέρια μου.



Υστερόγραφο: Εννοείται ότι την επομένη ανακαλύψαμε ότι τα χαρτιά του γάμου είχαν χαθεί στο μαγαζί, πιθανότατα μούλιασαν κάπου μέσα στα ποτά σε κάποια φάση που θα τα έβγαλε το μωρό από την τσέπη του, οπότε τρέχαμε στις αστυνομίες να δηλώσουμε απώλεια και κατόπιν στο δημαρχείο να βγάλουμε άλλα. Και στα δικά σας οι ανύπαντροι.

Δευτέρα 17 Μαΐου 2010

Μπανανιστάν, αγάπη μου: πολιτικός γάμος και θρήσκευμα (και τα μυαλά στα κάγκελα)

Είναι η μέρα του γάμου σου. Η ώρα είναι 9.40. Έχεις ξυπνήσει προ ολίγου, πίνεις καφέ, και ετοιμάζεσαι να μπεις για μπάνιο άρον-άρον, διότι από τις 11 και μετά ξεκινάει το δράμα μανικιουρίστα-κομμώτρια και δεν συμμαζεύεται. Αίφνης, χτυπά το τηλέφωνο. Και όχι, δεν είναι κάποιο προσφιλές πρόσωπο που ξύπνησε με το νταλκά να σου ευχηθεί πρωινιάτικα η ώρα η καλή. Τουναντίον, είναι η υπάλληλος του Δήμου στην οποία έκανες τα χαρτιά για το γάμο, η οποία σε πληροφορεί παγερότατα (και χωρίς καμία διάθεση για ευχές οποιουδήποτε είδους) ότι έχεις ξεχάσει να συμπληρώσεις το πεδίο θρήσκευμα στις αιτήσεις.

Εσύ, φυσικά, δεν ταράζεσαι, και της εξηγείς απλώς ευγενικά ότι προφανώς δεν το ξέχασες, αλλά το άφησες σκοπίμως κενό διότι δεν επιθυμείς να το συμπληρώσεις. Η κυριούλα επιμένει, όμως, ότι δεν μπορεί να μείνει, λέει, κενό το επίμαχο πεδίο, γιατί δεν θα μπορεί να συμπληρώσει μετά το βιβλίο των γάμων με όλα τα στοιχεία.

Παίρνεις μια βαθιά ανάσα και της ξαναλές, ηρεμότατα πάντα, ότι δεν επιθυμείς να δηλώσεις κάποιο θρήσκευμα, και μπορούν κάλλιστα να βάλουν μια όμορφη παύλα στο κουτάκι να ησυχάσουν κι αυτοί κι εσύ. Η κυρία το χαβά της, ότι πρέπει να συμπληρωθεί θρήσκευμα, αλλιώς, λέει, δεν θα είναι συμπληρωμένη η αίτηση και –προσέξτε, εδώ αρχίζει η πλάκα– δεν θα σε παντρέψουν το απόγευμα αν δεν λυθεί το συγκεκριμένο θέμα μέχρι τότε.

Στο άκουσμα της συγκεκριμένης απειλής (διότι εμφανέστατα ως απειλή διατυπώνεται) σε πιάνει ένα σφίξιμο στο κρανίο, από αυτά που σαφέστατα προοιωνίζονται εγκεφαλικό επεισόδιο. Παίρνεις δύο βαθιές ανάσες, σε στυλ ασκήσεων ανώδυνου τοκετού, και προσπαθείς να της εξηγήσεις για μια ακόμη φορά, πάρα πολύ ήρεμα και ευγενικά πάντα, ότι είναι τουλάχιστον παράλογο να σου λέει ότι δεν θα σε παντρέψουν πολιτικές αρχές του κράτους επειδή δεν δηλώνεις θρήσκευμα, και ότι σε κάθε περίπτωση εάν επιθυμούσες εξαρχής να ανακατέψεις το θέμα θρησκεία στο γάμο σου θα πήγαινες να σε παντρέψει ο παπάς, ο μουφτής ή ο μάγος της φυλής αναλόγως, πάντως όχι ο δήμαρχος (εννοείται τα τελευταία δεν τα λες για να παραμείνεις ευγενική, λες απλά δεν θα επέλεγα την τέλεση πολιτικού γάμου). Η κυρία δεν ακούει καν τι λες, ωρύεται απλά για το κενό πεδίο φωνάζοντάς σου ότι πρέπει να συμπληρωθεί, έστω και με θρήσκευμα –προσέξτε, γίνεται όλο και πιο ωραίο– διαφορετικό από αυτό που αναγράφει η ταυτότητά σου.

Παίρνεις τρεις βαθιές ανάσες, λες μισό λεπτό παρακαλώ, σκεπάζεις το ακουστικό με το χέρι σου να μην ακουστεί το γκντουπ και κοπανάς το κεφάλι σου στο σύνθετο δίπλα για να ξελαμπικάρεις. Επιστρέφεις στη γραμμή. Πού ήμαστε; Α, μάλιστα. Στο θρήσκευμα που αναγράφει η ταυτότητά σου. Επιχειρείς μία ευγενική νύξη στο γεγονός της κατάργησης αυτού του στοιχείου στις ταυτότητες εδώ και κάτι χρόνια. Η κυρία προφανώς αγνοεί το γεγονός, διότι δεν απαντά καν στο επιχείρημά σου, απλά συνεχίζει το βιολί της.

Απελπίζεσαι. Σκέφτεσαι δεν πάει στο διάολο και αποφασίζεις να λύσεις το θέμα έστω και ανορθόδοξα, διότι κοντεύει δέκα κι εσύ είσαι ακόμη άπλυτη και με τον καφέ μισοπιωμένο. Της λες λοιπόν ότι οκ, δεν ασπάζεσαι κάποιο θρήσκευμα, ούτε εσύ ούτε ο άντρας σου, κι άμα θέλει ντε και καλά να γράψει κάτι ας βάλει όποια λέξη θεωρεί εκείνη ότι περιγράφει τη συγκεκριμένη κατάσταση. Η κυρία σκαλώνει. Δηλαδή τι, να γράψω «άθεοι»; Έτοιμη να λιποθυμήσεις, της ξαναλές ότι δεν σε αφορά η λέξη και να το περιγράψει όπως θέλει, ας το ζωγραφίσει κιόλας άμα γουστάρει.

Στο σημείο αυτό, ο σουρεαλισμός της υπόθεσης χτυπάει νέα, εξωφρενικά ύψη: Αποδέχεστε την ύπαρξη του θεού; Γιατί αν την αποδέχεστε αλλά δεν ασπάζεστε το επίσημο θρήσκευμα, να γράψω «άθρησκοι».

Απομένεις για μερικά δευτερόλεπτα αποσβολωμένη, προσπαθώντας να συνειδητοποιήσεις το γεγονός ότι η ώρα είναι δέκα και κάτι, παντρεύεσαι στις εφτά, έχεις μανικιούρ στις έντεκα, δεν έχεις προλάβει να κάνεις μπάνιο, και μια υπάλληλος του δήμου σε ψυχαναλύει από τηλεφώνου ρωτώντας αν αποδέχεσαι την ύπαρξη του θεού και αναλύοντας την εννοιολογική διαφορά μεταξύ άθεου και άθρησκου. Εννοείται ότι έχεις κρατηθεί τόση ώρα και δεν έχεις ουρλιάξει ότι τυχαίνει να είσαι νομικός, ότι έχεις κάνει μαθήματα επί μαθημάτων για τη συνταγματικότητα του συγκεκριμένου θέματος και ότι αυτή δεν ξέρει τι της γίνεται, διότι ποιος σε ξεμπλέκει μετά δέκα ώρες πριν το γάμο. Συγκεντρώνεις τα υπολείμματα της ψυχραιμίας σου και της ξαναλές λοιπόν, όσο πιο σταθερά γίνεται, ότι γνωρίζεις ότι η αναγραφή αυτού του στοιχείου δεν είναι, χμ, πώς να το πούμε, απαραίτητη, το συγκεκριμένο πεδίο στην αίτηση είναι απλώς κατάλοιπο παλαιότερων εποχών, και ότι βασικά (με όλο το σεβασμό προς το άτομό της πάντα, διευκρινίζεις, και ναι, καταλαβαίνοντας ασφαλώς ότι εκείνη προσπαθεί απλώς να διεκπεραιώσει τα καθήκοντά της σωστά) δεν είναι, πώς να το πούμε πάλι κομψά, θεμιτό (δες λες νόμιμο να μη φρικάρει) να απαιτεί από έναν πολίτη τη δήλωση των θρησκευτικών του πεποιθήσεων, πόσο μάλλον για να την καταγράψει σε επίσημο κρατικό έγγραφο.

Αυτό ήταν, την πάτησες. Η κυριούλα έχει φρυάξει κανονικά και ουρλιάζει στη διπλανή της τ’ ακούς;;; Αυτή εδώαυτή εκεί είσαι εσύ, προφανώς) λέει ότι δεν είναι υποχρεωμένη να μας πει τίποτα! Προσπαθείς να πεις μα αλλά είναι πολύ αργά. Τόλμησες να αμφισβητήσεις την κυριούλα, και η κυριούλα το έβαλε σκοπό της ζωής της να σε γαμήσει, ω ναι, την ημέρα του γάμου σου. Θα έρθετε τώρα εδώ, σου λέει σαδιστικά, να γράψετε ιδιοχείρως αυτό που θέλετε στην αίτησή σας, διαφορετικά ο γάμος σας το απόγευμα δεν θα γίνει.

Με πίεση 27 πλέον, αρχίζεις να την παρακαλάς κυριολεκτικά να λογικευτεί, προσπαθώντας να της εξηγήσεις ότι έχεις γάμο με σαράντα καλεσμένους, κλεισμένο εστιατόριο, νυφικό, και κομμώτρια που σε περιμένει σε μισή ώρα, διότι είναι η γαμημένη μέρα του γάμου σου και προφανώς δεν προλαβαίνεις να πας από εκεί εκείνη τη στιγμή, αλλά η κυριούλα, ασυγκίνητη, επαναλαμβάνει το τελεσίγραφό της και σε συνδέει με Κάιρο. Τέλος της συνδιάλεξης.

Για να μην σας κουράζω περισσότερο, το θέμα έληξε με το μωρό να τρέχει πανικόβλητο στο δημαρχείο (ενώ εγώ έκανα μπάνιο κλαίγοντας από τα νεύρα μου που δεν γεννήθηκα μετά από διακόσια χρόνια στη Σουηδία) για να παίξει το παιχνίδι των τρελών και να γράψει το εκπληκτικό άθεοι στην αίτηση (που εμένα προσωπικά μου ακούγεται κάπως σαν να δηλώνω α-ολυμπιακός), με την παραδιπλανή κυριούλα να σχολιάζει με γουρλωμένα μάτια ότι δεν το έχει ξαναδεί αυτό γραμμένο, και να τον παρακαλάει με δέος να της λύσει μια απορία λέει μόνο, αν το Πάσχα κάναμε Ανάσταση ή όχι. Δυστυχώς δεν βρισκόμουν εκεί εγώ να της εξηγήσω ότι το Πάσχα συγκεκριμένα σφάζουμε τη γάτα μας και ρουφάμε με καλαμάκι το αίμα της μέχρι να ξημερώσει, παίζοντας ανάποδα στο πικάπ το Hotel California που ως γνωστόν βρίθει κρυμμένων σατανιστικών μηνυμάτων.

Καταλήξαμε λοιπόν αμφότεροι με μία υπέρτατη ληξιαρχική πράξη γάμου, η οποία γράφει άθεοι με κεφαλαία γράμματα. Κι όχι τίποτα άλλο, αλλά δε μας εκφράζει και ο όρος, ρε πούστη μου. Διότι μπορεί κάλλιστα να με χαρακτηρίζει άθεη άμα θέλει ο παπάς της γειτονιάς μου, που θεωρεί δεδομένο ας πούμε το θέμα θεός, αλλά εγώ α- κάτιπουδεντοεφηύραεγώκαιουδόλωςμεαφορά/απασχολείγιαυτόμημουταπρήζετεπληζ δεν γουστάρω να αυτοχαρακτηρίζομαι. Ή τουλάχιστον το βρίσκω τραγελαφικό -ιδίως, δε, το να το βλέπω γραμμένο σε ένα επίσημο έγγραφο που με αφορά, μαζί με το επίθετο, την υπηκοότητα και τα λοιπά πραγματικά στοιχεία μου, λες κι ο θεός είναι κάτι στάνταρ ρε παιδάκι μου, σαν την ομάδα αίματος να πούμε, και δηλώνω βάσει επιστημονικών δεδομένων τάδε ή τάδε, θετικό ή αρνητικό.

Δεν ξέρω (δεν μου το διευκρίνισε, δυστυχώς, η κυριούλα) αν ως άθεοι που είμαστε πλέον με τη βούλα προβλέπεται να έρθει ο δήμος να σημαδέψει την πόρτα μας, ή να μας κάνουν τατουάζ κανένα κέρατο σε εμφανές σημείο για να πληροφορείται ο κόσμος.

[Εννοείται δε ότι αν ήταν αλλιώς τα πράγματα, αν δηλαδή δεν παντρευόμουν με κόσμο και νταούλια την ίδια μέρα, κι αν δεν είχα το κώλυμα ότι μας είχαν κάνει χάρη ως προς τη μέρα και ώρα του γάμου (κανονικά παντρεύουν Δευτέρα-Τετάρτη δώδεκα με δύο), την οποία χάρη ικανούς τους είχα, βάσει των διαθέσεών τους, να την πάρουν πίσω και να βρεθώ εκτεθειμένη σε δύο σόγια, με μερικές χιλιάδες ευρώ πεταμένα και το γάμο μου κατεστραμμένο, θα τους είχε πάρει όλους ο διάολος και θα είχα φτάσει στο δήμαρχο, ή σε όποιον τέλος πάντων πάνω από την κυριούλα είχε το μορφωτικό επίπεδο να διευθετήσει το (ανύπαρκτο) θέμα νομίμως. Δυστυχώς λόγω των συνθηκών αναγκαστήκαμε να το παίξουμε τρελοί, και ειλικρινά εύχομαι ώρες-ώρες να μην είχα συνείδηση του πόσο γαμημένα μπανανιακό και ανήκουστα γελοίο είναι αυτό που άφησα να συμβεί, γιατί θέλω να σπάσω το κεφάλι μου στον τοίχο.

Την επόμενη φορά πάντως που θα με πετύχετε να εξανίσταμαι με τίποτα ψιλοπράγματα (πολιτικούς όρκους, παπάδες στη βουλή, αν θα παντρεύονται και οι ανώμαλοι που λέει και ο μπάρμπας μου και κάτι τέτοιες μαλακίες), ρίχτε μου μια μπούφλα να συνέλθω, ή στείλτε με πακέτο, σας παρακαλώ, σε κάποιο ευρωπαϊκό κράτος, ή έστω στην Ελλάδα του 2200, γιατί δεν την παλεύω καθόλου.]

Τρίτη 13 Απριλίου 2010

The final countdown: η σαμπανιζέ κιλότα και το κουκλόσπιτο



Λατρεμένοι αναγνώστες της λίμνης,

νομίζω ότι τελείωσα. Κανόνισα το δημαρχείο, το μαγαζί, τα λουλούδια, την τούρτα, τις μπομπονιέρες. Έκλεισα οικειοθελώς ραντεβού με την κομμώτρια και βιαίως με τη μανικιουρίστα –διότι η sis πάτησε πόδι ότι δεν γίνεται να πάω νύφη χωρίς επαγγελματικό μανικιούρ, οπότε μέσα σ’ όλα τ’ άλλα θα μου συμβεί και αυτό, και μ’ έχει πιάσει μία φρίκη όπως πιάνει μερικούς με τον οδοντίατρο, σε οδοντίατρο βεβαίως έχω ξαναπάει αλλά σε μανικιουρίστα ποτέ, οπότε καταλαβαίνετε ότι κινδυνεύω από καμιά μίνι κρισούλα υστερίας αλλά τέλος πάντων. Αγόρασα στο μωρό cavalli σώβρακο (όχι επειδή ήταν cavalli, εννοείται, αλλά επειδή μου γυάλισε το σχέδιο), το οποίο το πλήρωσα όσο δύο φουστάνια από αυτά που αγοράζω συνήθως, αλλά φυσικά χαλάλι του. Τελευταία στιγμή μου έσκασε η έκλαμψη ότι μάλλον θα έπρεπε να πάρω κι εγώ ένα εσώρουχο για την περίσταση, γιατί υποθέτω πως θα ήταν υπερβολικά σουρεάλ να βάλω μαύρα μέσα από το νυφικό, και άλλο χρώμα κιλότες δεν διαθέτω, οπότε πήρα άρον-άρον τους δρόμους να γυρεύω, λέει, σαμπανιζέ κιλότα για το γάμο, βρίζοντας εννοείται την τύχη μου και τον καριόλη που εφηύρε το χρώμα σαμπανιζέ, ευτυχώς έχουμε ένα εσωρουχάδικο ακριβώς απέναντι και πήρα την πρώτη σαμπανιζέ μαλακία με δαντελίτσες που βρήκα στο νούμερο μου και ησύχασα. Η σαμπανιζέ μαλακία, φυσικά, θα καταλήξει στα αζήτητα μετά το γάμο διότι έχει μια καταστροφική επίδραση στη λίμπιντό μου, τουλάχιστον θα μας μείνει το σούπερ σέξι cavalli σώβρακο οπότε παρηγοριέμαι κάπως.

Τι άλλο; Α, ναι. Πήρα καινούρια καλλυντικά. Βασικά εγώ μια καινούρια μάσκαρα ήθελα να πάρω μόνο, αλλά επενέβη πάλι η sis η οποία είπε ότι πρέπει να πάρω και καινούριες σκιές, σούπερ ασορτί πάντα με το σαμπανιζέ νυφικό, οπότε αναγκάστηκα να πάω για δεύτερη φορά στο κατάστημα, και να λύσω εκ νέου την έντρομη απορία των πωλητριών αν σκοπεύω να κάνω μόνη μου το νυφικό μου μακιγιάζ, η οποία διατυπωνόταν κάπως σαν να σκοπεύω να κάνω μόνη μου εγχείρηση ανοιχτής καρδιάς στον εαυτό μου, και να ακούσω για δεύτερη φορά ένα τρομακτικό αριθμό συμβουλών για το τι να κάνω προκειμένου να μη μου φύγει ούτε ένα ψήγμα σκιάς από το μάτι καθ’ όλη τη διάρκεια της βραδιάς, διότι αν μου ξεβάψει το μάτι θα γίνει υποθέτω πυρηνική καταστροφή και θα πεθάνουμε όλοι, τελικά και τις σκιές τις πήρα και καινούριο κραγιόν, γιατί αυτό που σκόπευα να βάλω είναι, λέει, πολύ περλέ και θα βγει χάλια στις φωτογραφίες, και σας προειδοποιώ, αν έχει κανείς σας καμιά άλλη φαεινή ιδέα/συμβουλή/οδηγία περί νυφικού βαψίματος να την κρατήσει για τον εαυτό του γιατί θα ξεσπάσω πάνω του και θα πονέσει.

Ξέχασα να σας πω το σημαντικότερο, ότι μετακομίσαμε δηλαδή, και είμαστε αμφότεροι σε mode πλήρους μαλάκυνσης γιατί νομίζουμε ότι έχουμε μπει σε κουκλόσπιτο και παίζουμε, εγώ ειδικά βρίσκομαι σε μία ανεκδιήγητη κατάσταση διαρκούς εγκεφαλικού οργασμού γιατί βλέπω το μωρό να γυρνοβολάει μέσα στο σπίτι και με πιάνουν κρίσεις χαράς, και εξακολουθεί να μου φαίνεται εξαιρετικά αστεία η όλη ιστορία του γάμου, ο οποίος παρεμπιπτόντως είναι σε τρεις μέρες, οπότε ίσως θα έπρεπε να αρχίσουμε να παίρνουμε την κατάσταση στα σοβαρά, αλλά εμείς δεν, και εννοείται ότι θα γίνουμε τσίρκο ως συνήθως (ιδίως μετά τη λαμπρή ιδέα της θεάς sis να μου πάρει καλτσοδέτα και να τη δείξει στο μωρό, το οποίο είναι ικανό να τη δαγκώσει μπροστά στο δήμαρχο ή να τη φορέσει στον κουμπάρο ή τίποτα χειρότερο που υπερβαίνει ακόμη και τη δική μου νοσηρή φαντασία) αλλά δεν πειράζει, αυτά έχει η ζωή, stay tuned για τη συνέχεια κι όποιος θέλει τη διεύθυνσή του να του στείλω συλλεκτική μπομπονιέρα.

Παρασκευή 19 Μαρτίου 2010

Ο γαμπρός το 'σκασε

Στο πλαίσιο της εφιαλτικής αναζήτησης του τι θα φορέσει το μωρό τη μεγάλη μέρα, διότι λόγω δουλειάς έχουμε βαρεθεί να το βλέπουμε με ένα κοστούμι, οπότε καταλαβαίνετε πως κάτι τις παραπάνω θα πρέπει να έχει το συγκεκριμένο κοστούμι για να καταλάβουμε τη διαφορά, από την άλλη βέβαια εννοείται ότι αυτό το κάτι τις ΔΕΝ θα πρέπει να είναι π.χ. λαμέ πέτα, που βλέπω σε κάτι βιτρίνες και μου έρχονται σπασμοί, και σε κάθε περίπτωση πολύ θα θέλαμε να αποφύγουμε να μοιάζει το μωρό με το Σάκη Ρουβά σε παρουσίαση της Eurovision -στο πλαίσιο, λοιπόν, αυτού του φοβερού ερωτηματικού που κρέμεται πάνω από τα κεφάλια μας 25 μέρες περίπου πριν το γάμο (μαζί πάντα με κάτι φωτιστικά που δεν έχουμε πάρει ακόμα και διάφορες λοιπές μαλακίες, όχι πείτε μου δηλαδή, γιατί πρέπει να έχω φωτιστικά για να παντρευτώ; εεε; γιατί;), καταφύγαμε στη συμβουλή της θεάς sister, που πάνω κάτω ξέρει τα γούστα μας (κοινώς ότι εγώ είμαι η τρελή του χωριού και ότι αμφότεροι έχουμε μια αδυναμία στα ρετρό πράγματα), η οποία και μας έστειλε το εκπληκτικό αυτό απαντητικό e-mail, το οποίο και παραθέτω αυτούσιο:

Μετά από ατυχή αναζήτηση στο διαδίκτυο (όχι για να μη λέτε ότι δε σας
σκεφτόμαστε) σου στέλνω απλώς αυτήν την πανθομολογουμένως πιστεύω
καυλο-φωτογραφία του clark Gable που αν δεν κάνω λάθος ήταν της εποχής που
μας ενδιαφέρει για να παίρνει ιδέες ο bro.
Υ.Γ. Κατά προτίμηση το καινούργιο σακάκι ας μην το λεκιάσει με αίμα ούτε να
το σύρει σε σκόνη - πες του θα είναι αρκετά macho και καθαρός.
Φιλάκια

Παρασκευή 19 Φεβρουαρίου 2010

Η νύφη το 'σκασε

Αγαπητοί φανατικοί θαμώνες της λίμνης μας (που χρήζει πλέον βιολογικού καθαρισμού λόγω παρατεταμένου μουχλιάσματος),

Ναι, είμαι ζωντανή.

Σε πλήρη υστερία, βέβαια, εξαιτίας επικείμενου γάμου, φτιαξίματος σπιτιού, και τριών σεμιναριακών εργασιών plus μίας πτυχιακής που μου έχουν πρήξει στην κυριολεξία τους όρχεις που δυστυχώς δεν διαθέτω (διότι αν τους διέθετα, θα γλίτωνα τουλάχιστον τα φουστάνια, τα κομμωτήρια, τις συναδέλφους που μου προτείνουν σαν το πιο αυτονόητο πράγμα του κόσμου να πάω σε spa να χαλαρώσω πριν το γάμο και μου έρχεται επιληπτική κρίση, και τη μαμά μου που μου πετάει σε παντελώς ακατάλληλες στιγμές κάτι παρανοϊκά του τύπου τι τσαντάκι θα κρατήσω στο γάμο και φτάνει το ουρλιαχτό μου στην απέναντι πολυκατοικία. Αφήστε δε που θα είχα και την ευτυχία να ξεχωρίζω κι εγώ μόνο τα default χρώματα του υπολογιστή, οπότε δεν θα έτρωγα τη ζωή μου να ταιριάξω το ύφασμα του καναπέ με τον τοίχο απέναντι, τον τοίχο απέναντι με τα πιάτα, τα πιάτα με τα σουπλά, τα σουπλά με τα πλακάκια της κουζίνας κι όλα μαζί με την κιλότα μου –αλλά αυτό είναι μια άλλη ιστορία.).

Ποιος μου φταίει, θα μου πείτε; Το κακό μου το κεφάλι, ασφαλώς. Διότι θα έπρεπε να έχω παραμείνει στο αρχικό μου σχέδιο να παντρευτώ με ένα ωραιότατο μαύρο φουστανάκι, να γράψω μετά με μολύβι ματιών στα βυζιά (ή σε ό,τι τέλος πάντων έχω σε αυτή τη θέση όπου θα έπρεπε να έχω βυζιά) just married και να πάω να τα πιω μέχρι πρωίας κάπου που θα παίζει Iggy. Και ναι μεν ο Iggy παρέμεινε στο σχέδιο (εννοείται), αλλά το μαύρο φουστανάκι μας προέκυψε εντέλει νυφικό, και η μεγαλειώδης ιδέα για το μολύβι ασφαλώς θα πάει περίπατο, γιατί φανταστείτε να ξεβάψει πάνω στο νυφικό, που για νυφικό της κλάσης του ομολογουμένως ήταν πολύ φτηνό, αλλά εγώ έτσι και συνειδητοποιήσω ότι δίνω 1.000 ευρώ για φουστάνι το εγκεφαλικό δεν το γλιτώνω, τουλάχιστον είναι μια σκέτη απόλαυση να παρακολουθώ τις μεταπτώσεις στη φάτσα των θηλυκών συναδέλφων (ναι, αυτών που μου λένε για το spa) που λένε πρώτα εκστασιασμένες «αααααα, πήρες νυφικό από το αμπλα-ου-μπλα collections στο Κολωνάκι!», κι όταν εγώ τους λέω με πλήρη ειλικρίνεια ότι το πήρα κοψοχρονιά γιατί ήταν παραπροπέρσινο σχέδιο και σε μέγεθος για παιδάκι της Αιθιοπίας (το στένεμα εννοείται και πάλι δεν το γλίτωσα) παίρνουν αυτήν την έκφραση του «-ποιοι είναι αυτοί; -κάτι φτωχοί» από το Κλάμα βγήκε απ’ τον παράδεισο και αλλάζουν θέμα σοκαρισμένες.

Και ξαναρωτάω: ποιος μου φταίει; Κανένας απολύτως. Αλλά το νυφικό, να ξέρετε, είναι ένα άτιμο πράμα. Διότι δεν είναι μόνο τα 1.000 ευρώ που πλήρωσα, και που με κάνουν να αισθάνομαι ότι θα παντρευτώ φορώντας το κρυστάλλινο τραπέζι της τραπεζαρίας μας, που είχε περίπου την ίδια τιμή, και δεν ήθελε καν στένεμα. Είναι ότι το νυφικό σέρνει μαζί του δολίως μια σειρά ακόμη από άλλα τρομερά πράγματα, που το καημένο το μαύρο μου φουστανάκι ουδέποτε θα διανοούνταν να σύρει. Εξηγούμαι:

Πρώτον και κύριον: όπως διαπίστωσα, το νυφικό έκανε το γάμο μου γάμο. Διότι χωρίς το νυφικό δεν θα επρόκειτο περί γάμου, αλλά περί φιλικού αγώνα ποδοσφαίρου, ας πούμε. Διότι –συνεχίζω– πριν μάθουν για το νυφικό, οι προσφιλείς μου συγγενείς στο νησί (τους οποίους δεν εσκόπευα να καλέσω, όπως και κανέναν άλλο συγγενή πλην γονέων και παππούδων) ήταν κάπως χέστηκε η φοράδα στ’ αλώνι που παντρεύομαι, άσε που δεν τους βόλευε ν’ ανέβουν διότι συνέπιπτε κανονικός γάμος (sic) άλλου ντόπιου συγγενή, ήτοι θρησκευτικός, και πού να τρέχουνε τώρα για μένα στα δημαρχεία, αλλά με το που έμαθαν για το νυφικό άξαφνα πάθανε μια κρίση και αυτοκαλέστηκαν όλοι, δημαρχείο ξε-δημαρχείο, κι άντε μετά εγώ να τα ξεμπλέξω, και να διευκρινίσω ότι εξαρχής ΔΕΝ ήταν καλεσμένοι και να παρεξηγηθούνε και να γίνει της πουτάνας το κάγκελο, οπότε θα μου έρθουν κι αυτοί, και πακέτο κι όλοι οι υπόλοιποι ανάλογης συγγένειας κι από τις δυο μεριές, κι από εκεί που θα είχα μάξιμουμ δεκαπέντε άτομα στο γάμο έφτασα τα σαράντα ένα, τα οποία θα θέλουν και να φάνε μετά, και δεν είναι ότι θα τους πάω να φάνε αλλά ότι θα το σχολιάζουν στον αιώνα τον άπαντα ότι τους πήγα τρεις ώρες σ’ ένα περιποιημένο εστιατόριο και όχι στα μπουζούκια ή σε κανένα γκραν κτήμα. Το μόνο αστείο της υπόθεσης (αναμείνατε ποστ για τρελά γέλια) είναι τα ξαδερφάκια μου που θα τα σηκώσω στις 23.30 ακριβώς να ακολουθήσουν την παρέα στον Iggy, ή όπου πάμε τέλος πάντων, και θα τους χυθεί το μυαλό από τα αυτιά κατά πάσα πιθανότητα, αλλά δεν πειράζει, αυτά έχει η ζωή, άλλωστε κι εγώ είχα ψυχή όταν με έσυραν επανειλημμένως σε αρραβώνες και γάμους σε πολυτελέστατα σκυλάδικα του Ηρακλείου, όπου τη μία φορά μάλιστα με πετάξανε βιαίως στην πίστα να χορέψω, λέει, ζεϊμπέκικο γιατί μου είχε ανοίξει ο εξάδελφος-γαμπρός σαμπάνια, κι εγώ ποσώς κατάλαβα που κόλλαγε η σαμπάνια, σε κάθε περίπτωση προσφέρθηκα πλήρης αλτρουσιμού να χορέψω πόγκο αν τέλος πάντων έπρεπε να χορέψω κάτι, αλλά με αγνόησαν, και μου εξήγησαν συνοπτικά ότι έτσι πάει, και θα ήταν μεγίστη προσβολή να μη ρίξω τη ζεμπεκιά και θα βγάζανε τα μαχαίρια να σφαχτούνε, και εννοείται ότι ποσώς με ενδιέφερε αν σφαζότανε ή αν βάζανε τα μαχαίρια στον κώλο τους αλλά λυπήθηκα το μπαμπά μου να μη γίνει σκηνή, οπότε έφερα ένα γύρω-γύρω την πίστα, περπατώντας εννοείται πολύ χαριτωμένα πάνω στα υπέροχα τακούνια μου με τη φρίκη στο βλέμμα σαν τις κυρίες στις ταινίες όταν βλέπουν ποντίκι, αλλά δυστυχώς μου πετάξανε κάτι λουλούδια κι εκεί δεν τη γλίτωσαν την υστερία, διότι φρύαξα γιατί μου πετάτε αντικείμενα κι εξαφανίστηκα εν ριπή οφθαλμού στην τουαλέτα, όπου μου πήρε ένα τέταρτο να συνέλθω από το σοκ κι έβλεπα μετά τρεις μήνες εφιάλτες σαν να με είχαν βιάσει πεζοναύτες, αλλά πάει στο διάολο.

Δεύτερον: Δεμένο σφιχτά στην ουρά του νυφικού (η οποία βασικά δεν υπάρχει, διότι τους είπα να μου την κόψουνε μην την πατήσω στο δημαρχείο και τσακιστώ, είμαι και χαριτωμένη πανάθεμά με, αλλά τέλος πάντων) έρχεται το τρομερό πλάσμα φωτογράφος. Να εξηγήσω και πάλι ότι τους επαγγελματίες φωτογράφους τους σιχαίνομαι περίπου όσο και τους γυναικολόγους ή τις γλοιώδεις πωλήτριες στα καταστήματα ρούχων που σε πασπατεύουν απρόσκλητες λέγοντας για το ροζάκι και το μπεζάκι. Και εννοείται ότι για φωτογραφίες είχα σκοπό να φορτωθώ στο γαμπρό μου, που βγάζει υπέροχες ούτως ή άλλως, καθώς και σε όποιον άλλο πρόθυμο φίλο θα είχε φροντίσει να φέρει μηχανή. Και το πράγμα θα τελείωνε εκεί. Αλλά τώρα με το νυφικό, ούτε που πρόλαβα καλά-καλά να εκφράσω γνώμη και πέσανε όλοι πάνω μου: που αν είναι ποτέ δυνατόν να μη φέρω φωτογράφο στο γάμο, και σκέψου να μου χαλάσουν οι φωτογραφίες, και που μια φορά θα παντρευτώ, και τι ανάμνηση θα μείνει από το γάμο μου και δε συμμαζεύεται, μέχρι που ένιωσα κι εγώ περίπου εγκληματίας που το σκέφτηκα εξαρχής και αποφάσισα ότι ναι, θα τον φέρω τον πούστη το φωτογράφο. Τώρα, το τι φωτογραφίες θα βγω εγώ, με τη διαταραγμένη ψυχοσύνθεση που έχω, από έναν άγνωστο που θα έχει μπουκάρει σπίτι μου την ώρα που θα πρέπει να ετοιμαστώ για νύφη (μπρρρρ), κι αφού ήδη θα έχω υποστεί ένα κομμωτήριο, δεν τολμάω καν να το φανταστώ. Άσε που λυπάμαι και τον καημένο τον ανθρωπάκο, που κινδυνεύει να βαρέσω καμιά υστερία και ν’ αρχίσω να ουρλιάζω πάρτε από κοντά μου το μαλάκα που με κυνηγάει με το φλας, ή ακόμα χειρότερα να του πετάξω το νυφικό παπούτσι στο κεφάλι μαζί με καμιά κατάρα.

Τρίτον: Το νυφικό, το σόι και ο φωτογράφος (για να πειστείτε ότι πρόκειται περί διαστροφικού φαύλου κύκλου) συνεπάγονται ένα τρομακτικό άγχος να είναι το σπίτι έτοιμο μέχρι τη φοβερή ημερομηνία, διότι σκεφτείτε να με φωτογραφίζουν νύφη και να μην υπάρχει ας πούμε κρεβάτι να ξαπλώσω, ή καναπές να βάλω τον κώλο μου, ή να έρθει η θεία από την Αλεξανδρούπολη και να μην έχω πιάτα να της κάνω ένα τραπέζι, ή να μην έχω κουρτίνες και να μας παίρνουν μάτι οι γειτόνοι, άπαπαπαπα. Οπότε τρέχουμε σαν πούστηδες να προλάβουμε ότι μπορούμε, πακέτο πάντα με τις τρεις σεμιναριακές και την πτυχιακή, κι έχω χάσει ήδη ένα κιλό διότι δεν προλαβαίνω να φάω, και η μουρλή που μου έκανε την πρόβα του νυφικού δήλωσε ότι είμαι φγίκη και φαίνονται τα πλευρά μου, αφήστε που τρόμαξα να την πείσω ότι δεν επιθυμώ να μου βάλει βυζί-ενίσχυση ειδικά για το γάμο, και ότι σε κάθε περίπτωση είναι παντελώς παράλογο να με έχει ένας άντρας δέκα χρόνια χωρίς βυζιά και ξαφνικά να με παντρευτεί με, μήπως να άλλαζα και κεφάλι ειδικά για την περίσταση; Για να μην σχολιάσω ότι με ρώτησε αν σκοπεύω να φορέσω το υπέγοχο νυφικό της με το χαλκά στη μύτη μου, και ως αναγνώστες του blog θα πρέπει να γνωρίζετε ότι είμαι λίγο ευαίσθητη με το θέμα του piercing μου, και γενικά με τα αγενέστατα σχόλια, οπότε μούγκρισα απλώς κάτι που σήμαινε «ναι (μωρή χαμούρα)» και το θέμα έληξε εκεί.

Αυτά, και μερικά ακόμα που δε σας τα λέω τώρα να μην πάθετε overdose. Και ναι, προτού σπεύσετε να ρωτήσετε, βασικά χαίρομαι, αλίμονο –απλά υστεριάζω. Αφήστε που όλοι οι γνωστοί, γειτόνοι κλπ που έχουν ακούσει για το γάμο ρωτάνε πλέον τι κάνει ο σύζυγος, κι εγώ προσπαθώ να εμπεδώσω ότι ο σύζυγος είναι το μωρό, και θέλω να γαμηθώ στα γέλια διότι μου φαίνεται παντελώς σουρεάλ το όλο πράγμα, και στο μωρό σουρεάλ φαίνεται, και η ατάκα της ημέρας έχει γίνει το μαλάκα, παντρευόμαστε, και δώσ’ του πάλι το γέλιο της αρκούδας.

Ουφ. Κι επειδή πρέπει να πάω να διαλέξω ταπετσαρία (διότι πώς θα φωτογραφηθώ στην κρεβατοκάμαρά μου χωρίς ταπετσαρία; ε; πώς;), to be continued . Αν προλαβαίνω να ανεβάζω ποστ, έχετε να γελάτε ένα δίμηνο (μετά, θα είμαι σύζυγος και θα σοβαρέψω).