Πέμπτη 3 Σεπτεμβρίου 2009

Η Ελμάιρα των θαλασσών, το θαύμα της ευγονικής και η εξημέρωση της δόλιας ομπρέλας

Τι, νομίζατε ότι θα γλιτώνατε το καθιερωμένο ποστ του Νάρκισσου για τις εμπειρίες του κάμπινγκ; Αμ δε! Σας το είχα υποσχεθεί εξάλλου, αν δεν κάνω λάθος, ότι θα αργήσετε να ξαναδείτε σοβαρή ανάρτηση.

Μιας και φέτος δεν μας συνέβη, ομολογουμένως, τίποτα το ιδιαίτερα συνταρακτικό στη διάρκεια των διακοπών μας σε γνωστό και μη εξαιρετέο μέρος (λιώναμε, όπως ήταν αναμενόμενο, μεταξύ γυμνιστικού ηλιοταβλιάσματος, φαγητού, ύπνου και σεξ), αποφάσισα να σκιαγραφήσω απλώς εν συντομία τους πιο ενδιαφέροντες τύπους ανθρώπων με τους οποίους διασταυρωθήκαμε στην παραλία κατά το ειδυλλιακό αυτό επταήμερο. Έχουμε λοιπόν και λέμε:


1.Η μετενσάρκωση του Ζακ-Υβ Κουστώ, ή αλλιώς η Ελμάιρα των θαλασσών

Είναι καμιά σαρανταπενταριά χρονών, αδιάφορος εμφανισιακά αλλά με νεανικό σωματάκι, και παραθερίζει με τα δύο τρισχαριτωμένα κοριτσάκια του (η μάνα τους, μάλλον, δεν άντεξε και τον εγκατέλειψε), τα οποία έχει βαλθεί, προφανώς, να εξοικειώσει με τον θαυμαστό κόσμο του βυθού. Πλήρως αφοσιωμένος στην αξιέπαινη αυτή παιδαγωγική του προσπάθεια, βουτά διαρκώς στη θάλασσα και ξαναβγαίνει έχοντας ανασύρει κάθε φορά και κάποιο διαφορετικό άτυχο θαλάσσιο πλάσμα –αχινό, καβούρι, αστερία ή κάτι τέτοιο. Φωνάζει, κατόπιν, ενθουσιασμένος τις κορούλες του-εκκολαπτόμενες Ελμάιρες, οι οποίες σπεύδουν εξίσου ενθουσιασμένες κοντά του κρατώντας ένα πλαστικό κουβαδάκι γεμάτο θαλασσινό νερό, στο οποίο πετάνε (άκρως φυσιολατρικά, πάντα) το εκάστοτε δυστυχισμένο πλάσμα (παρέα με τα προηγούμενα), δημιουργώντας ένα μίνι υδρόβιο ζωολογικό κήπο. Αυτό επαναλαμβάνεται με συχνότητα τετάρτου το πολύ, δημιουργώντας μας εύλογες απορίες για την χωρητικότητα του καταραμένου κουβαδακίου, αλλά και ένα ανομολόγητο άγχος ότι την επόμενη φορά που θα αναδυθεί αυτός θα σέρνει πίσω του το γιγάντιο καλαμάρι, το θρυλικό Μόμπι Ντικ, το ναυάγιο του Τιτανικού ή και ολόκληρη τη χαμένη Ατλαντίδα. Πέραν τούτου, και της δικαιολογημένης ανησυχίας μας ότι έτσι όπως το πάει ο τύπος θα προκαλέσει κάποια πρωτοφανή οικολογική καταστροφή εξαφανίζοντας τα μισά τουλάχιστον θαλάσσια είδη των παραλίων, το βασικό μας πρόβλημα (ως θεατών) εντοπίζεται στο γεγονός ότι είναι κυριολεκτικά αδύνατο να συγκρατήσουμε τα γέλια που μας πιάνουν στη θέα του. Γιατί αν δεν σας φαίνεται ήδη αρκούντως γελοία η εικόνα ενός θεόγυμνου άντρα (είπαμε, βρισκόμεθα σε παραλία γυμνιστών) που κουβαλάει χταπόδια και αστερίες με ενθουσιασμό δεκάχρονου, προσθέστε παρακαλώ στο λογαριασμό ότι ο εν λόγω κύριος φέρει μάσκα με αναπνευστήρα και πελώρια μπλε ελεκτρίκ βατραχοπέδιλα, τα οποία φοράει (εδώ είναι το κλου) με λευκές κάλτσες. Ενίοτε, δε, όταν (εξαντλημένος πια από το σπορ «φιλοζωικός βασανισμός αθώων καβουριών») βγαίνει για να λιαστεί με τα βλαστάρια του, βγάζει μεν τα βατραχοπέδιλα, ξεχνά δε να αφαιρέσει τις κάλτσες του, και περιφέρεται έτσι πάνω στα βοτσαλάκια –ξέρετε, σαν αυτούς τους τρισάθλιους γκόμενους που γδύνονται στο κρεβάτι αλλά αφήνουν την κάλτσα (από βαρεμάρα) για εφέ. Η περαιτέρω περιγραφή πλεονάζει· κλείστε απλώς τα μάτια και επιστρατεύστε την φαντασία σας.

2.Το θαύμα της ευγονικής

Τον βλέπεις, και σου έρχεται μια ζαλάδα. Αρχικά, από την εκτυφλωτική αντανάκλαση του ηλίου πάνω στο πάλλευκο δέρμα και το χρυσαφί μαλλί-διαφήμιση του τιμοτέι. Ασφαλώς, είναι Γερμανός· με την πρώτη ματιά τον κάνεις δεκαέξι με βαρβάτη ανάπτυξη, με την δεύτερη συνειδητοποιείς ότι μπορεί να είναι και τριάντα. Και είναι τόσο ενοχλητικά τέλειος σε όλα, που νομίζεις ότι βλέπεις αναδρομικό σποτάκι από τους Ολυμπιακούς του Μονάχου· κινδυνεύοντας, μάλιστα, να πειστείς πραγματικά ότι ο Χίτλερ είχε δίκιο, η Αρεία φυλή θα θριαμβεύσει και θα μας πάρει, όλους εμάς τους μπάσταρδους σπόρους της επιμειξίας, ο διάολος.

Πιθανόν δεν σας έχω δώσει ακόμη να καταλάβετε τι πάει στραβά με το συγκεκριμένο άτομο· στην αρχή, ούτε εγώ μπορούσα να προσδιορίσω γιατί αγριευόμουνα που τον έβλεπα. Παρατηρώντας τον πιο προσεκτικά, διαπίστωσα ότι το πρόβλημα ήταν ότι ο άνθρωπος θύμιζε κλώνο ή κάτι τέτοιο, ξέρετε, αυτούς που βγαίνουν ενήλικες από μία γυάλα εργαστηρίου στις ταινίες επιστημονικής φαντασίας, μετρημένοι με το υποδεκάμετρο, συμμετρικοί έως αηδίας και, κυρίως, χωρίς κανένα ίχνος φθοράς πάνω τους, σαν να μην τους έχει τσιμπήσει ποτέ ούτε καν κουνούπι: καμία ρυτίδα, καμία ουλή, καμία ατέλεια, με σώμα σαν ζωγραφιά για μάθημα ανατομίας, και με σπιρτόζικο ύφος βατράχου. Ωραίος αλλά πλήρως ντεκαβλέ, σαν παγοκολόνα, και απροσδιορίστου φύλου, χωρίς ωστόσο να είναι θηλυπρεπής (ως άντρας είχε ένα ομολογουμένως τέλειο πρόσωπο, το οποίο, με μια περούκα, θα μπορούσε επίσης να ανήκει σε μία εξίσου τέλεια γυναίκα). Ο άντρας μου, για να καταλάβετε, καταστάλαξε εν τέλει πως επρόκειτο για χερουβείμ ή κάτι τέτοιο –το αντιπαθέστερο, σίγουρα, χερουβείμ από καταβολής κόσμου.

Το χερουβείμ λοιπόν που λέτε (ή «ευγονική» όπως τον ονόμασα αμέσως εγώ), περιφέρεται στην παραλία με ένα στενό κολυμβητικό μαγιουδάκι (μην του ματιάξουμε το πουλί, προφανώς), παίζοντας σαν σκύλος με ένα μπαλάκι μετά του συντρόφου του (ο σύντροφος του το πετάει κι αυτός τρέχει να το πιάσει επιδεικνύοντας την τέλεια γράμμωσή του). Ο οποίος σύντροφος είναι, πώς να το πω; Πώς είναι το χερουβείμ, καμία σχέση. Εγώ, αρχικά, αρνούμαι να αποδεχτώ ότι πρόκειται περί ζευγαριού, διότι εμφανισιακά τουλάχιστον είναι ό,τι πιο αταίριαστο θα μπορούσε κανείς να φανταστεί (η πλήρης τελειότητα παρέα με το κινούμενο ελάττωμα, για να καταλάβετε). Αναγκάζομαι ωστόσο να παραδεχτώ την πραγματικότητα όταν βλέπω την ευγονική να έχει παρατήσει το μπαλάκι και να σηκώνει αγκαλιά (πώς θα έβγαζε κανείς μια γοργόνα από τη θάλασσα; τέτοια αγκαλιά) το κατά είκοσι τουλάχιστον κιλά βαρύτερο έτερόν του ήμισυ –όχι βέβαια με τη δύναμη της αγάπης (θα ήταν πρακτικά αδύνατο, όσο και να τον αγαπούσε), αλλά με την ευγενική συνδρομή της θαυματουργού άνωσης.

Σε αυτό ακριβώς το σημείο, για να μην γαμηθείς στα γέλια και παρεξηγηθείς κιόλας ως προς την αιτία του γέλιου, αποστρέφεις διακριτικά το βλέμμα· το οποίο πέφτει (φευ!) στην Ελμάιρα, και πλέον δεν υπάρχει σωτηρία.

3. Ο Κωλόφαρδος (ή The Lion King ή είμαι-κουλ-αλλά-κατά-βάθος-δεν-κρατιέμαι) και η Οπτασία

Είναι κι αυτός μεταξύ σαράντα και πενήντα και, παρ’ ό,τι μια χαρά ο άνθρωπος, πόρρω απέχει του να τον χαρακτηρίσεις γόη (Γάλλος ήταν, αλλά για να έχετε μια εικόνα, φανταστείτε τον μέσο αντίστοιχο Έλληνα, με την κοιλίτσα του, το χαλάκι στο στήθος αλλά και σε όλο το υπόλοιπο σώμα κλπ). Η κωλοφαρδία του έγκειται στο γεγονός ότι έχει την ωραιότερη γυναίκα της παραλίας, του νησιού, πιθανόν δε και του διπλανού νησιού, μη σας πω του Αιγαίου ολόκληρου τη δεδομένη στιγμή, η οποία μάλιστα δείχνει να είναι τρελή και παλαβή μαζί του και όλο του κρατά το χέρι. Η γυναίκα, για να καταλάβετε, είναι μία καλλονή γύρω στα σαράντα, που επιπλέον είναι σαν να της έχεις βιδώσει το κεφάλι πάνω στο ωραιότερο σώμα δεκαεξάχρονης που μπορείτε να φανταστείτε.

Το εξαιρετικό αυτό πλάσμα, λοιπόν, περιφέρεται γυμνό, με αθώα χάρη παιδίσκης, πάνω στα βοτσαλάκια, μέσα κι έξω στο νερό, αγνοώντας προφανώς τα ρίγη συγκίνησης που πιθανότατα σκορπάει γύρω της (ναι, ρε γαμώτο, και στο δικό μου άντρα επίσης, ο οποίος είναι έτοιμος να αρχίσει να γαβγίζει κυριολεκτικά στα πόδια της ξεπερνώντας και την ίδια την Ευγονική, αλλά προφανώς συγκρατείται για λόγους στοιχειώδους αξιοπρέπειας). Ο σύζυγος (ο κωλόφαρδος που λέγαμε) φαίνεται απολύτως κουλ που συνοδεύει την Οπτασία. Δεν την ακολουθεί καν στις βόλτες της, γιατί προφανώς βαριέται· αράζει με την ήρεμη περηφάνια του λέοντα πάνω στην πετσετούλα του, απόλυτα ατάραχος φαινομενικά που αυτή γυρνοβολά χωρίς αυτόν. Γρήγορα ωστόσο διαπιστώνει κανείς ότι, μόλις η Οπτασία απομακρυνθεί (έστω και ελάχιστα) πέραν ενός ορισμένου νοητού σημείου, εκείνος ανασηκώνεται (με κουλ και επιβλητικό πάντα τρόπο), την αναζητά με το βλέμμα, την εντοπίζει, και απλώνεται ξανά, φροντίζοντας όμως πλέον να διατηρεί οπτική επαφή (ιδίως, δε, αν κατά τύχη βρίσκεται κάποιος νεαρός προς τη μεριά της). Το πλέον αστείο, δε, είναι ότι μόλις ξαναγυρίσει κοντά του, κι ενώ αυτή φλυαρεί αθώα και χαρούμενα, βρίσκει δεκάδες αφορμές να κουνήσει το χέρι του με τέτοιο τρόπο ώστε, εντελώς τυχαία, να την χουφτώσει ελαφρώς, και μετά το ξανατραβάει, σαν έφηβος που χουφτώνει μια άγνωστη γυναίκα μέσα στο λεωφορείο.

Εννοείται ότι, παρά το γελοίο του θεάματος, αναγκάζεσαι να δώσεις δίκιο: τόσο στον Κωλόφαρδο, όσο και στον καλό σου δυστυχώς, που κοντεύει να πάθει εξάρθρωση σβέρκου προκειμένου να βλέπει την Οπτασία ακόμη και όταν αυτή στέκεται πίσω του, ή να αλληθωρίσει μόνιμα εξαιτίας της αδυναμίας του να αποφασίσει αν επιθυμεί περισσότερο να καρφωθεί στον τέλειο κώλο της ή στα επίσης τέλεια βυζιά της –ενώ ταυτόχρονα εύχεται ολόψυχα (όπως διαβάζεις καθαρά στο βλέμμα του), να ανοίξει η παραλία και να ρουφήξει τον Κωλόφαρδο, ώστε να αναγκαστεί αυτός να παρηγορήσει την τεθλιμμένη Οπτασία, που θα είναι πλέον μόνη η καημενούλα και θα πρέπει να την φιλοξενήσουμε τουλάχιστον ένα βράδυ στη σκηνή μας, ναι, βεβαίως θα χωράω και εγώ μαζί τους, και μετά…(στο σημείο αυτό, γνωρίζοντας με πλήρη βεβαιότητα ότι αυτά ακριβώς σκεφτόταν, του ρίχνεις μια ελαφριά μπούφλα να του διακόψεις τη φαντασίωση, όχι από κακία ή ζήλεια αλλά για πρακτικούς καθαρά λόγους, ήτοι για να τον προφυλάξεις από το να του μπει το πουλί στο μάτι).


Οφείλω να παραδεχτώ, βέβαια (για να μην είμαι ένα κακεντρεχές πλάσμα που θάβει μονάχα τους άλλους), ότι αν κάποιος άλλος παραθεριστής από την εν λόγω παραλία είχε μια ιδέα παρόμοια με τη δικιά μου, θα περιέγραφε σίγουρα και τον καλό μου, πιθανώς υπό τον γλαφυρό τίτλο Δαμάζοντας την ομπρέλα. Το μικρό αυτό έπος (διότι πραγματικά περί έπους θα επρόκειτο) θα σας μετέφερε τη δραματική ιστορία της εξημέρωσης του άκρως επικίνδυνου ζωικού είδους ομπρέλα θαλάσσης από το μωρό μου που, αφού κατάφερε να μισοσκοτώσει την ομπρέλα μας στην πρώτη του προσπάθεια να την καρφώσει κάτω (έφταιγε, προφανώς, που η ομπρέλα ήταν μάλλον ομπρέλα από αυτές που περνούν από μια τρυπούλα στη μέση των τραπεζιών βεράντας, και όχι απ’ αυτές που καρφώνονται στο έδαφος· και το φοβόμουνα εγώ ότι ήταν μαλακία μου να χαρώ που η ομπρέλα έκανε μόνο 8,90· σε κάθε περίπτωση, προσπάθησα να τον παρηγορήσω αποδίδοντας το τσάκισμα της υπερευαίσθητης ομπρέλας στην ανεξέλεγκτη δύναμη των στιβαρών του μπράτσων), βάλθηκε να επανορθώσει επιδιορθώνοντας την ομπρέλα που εμφανώς δεν σήκωνε επιδιόρθωση, και επιπλέον γυρνούσε τα μέσα έξω και σχεδόν απογειωνόταν εξαιτίας ενός δαιμονισμένου αέρα, απειλώντας να σηκώσει και τον άντρα μου μαζί και να τον κάνει να πετάξει σαν τη Mary Poppins. Το έπος θα σας μιλούσε ακόμα, με τα πλέον ζωηρά χρώματα, για τις ηρωικές προσπάθειες του γυμνού μέλλοντα συζύγου μου (όταν συνειδητοποίησε ότι παρουσίαζε γελοίο θέαμα ήταν μάλλον αργά για να ντυθεί προσωρινά, η ομπρέλα είχε περάσει στην αντεπίθεση) να συγκρατήσει και να καθυποτάξει την ατίθαση ομπρέλα, την οποία είχε εντωμεταξύ με κάποιο τρόπο διορθώσει κάπως, και κατόπιν να τη στερεώσει στο έδαφος στοιβάζοντας γύρω της καλλιτεχνικά κοτρόνες και πέτρες σε διάφορα μεγέθη.

Κι επειδή μια έξυπνη γυναίκα γνωρίζει πολύ καλά πότε ένα γέλιο της κινδυνεύει να την στείλει με συνοπτικές διαδικασίες στον άλλο κόσμο, ο υποθετικός συγγραφέας θα σας διαβεβαίωνε ότι έμεινα απολύτως σοβαρή καθ’ όλη τη διάρκεια των δραματικών αυτών προσπαθειών. Επέζησα, λοιπόν, της οργής του καλού μου (που περιορίστηκε να μουρμουρίσει ότι καλό θα ήταν να κουνήσω τον κώλο μου και να του φέρω καμιά πέτρα ακόμη), για να έχω τη χαρά να τον δω μετά από αρκετή ώρα, ξέπνοο αλλά περήφανο για τη θριαμβευτική του νίκη επί της ομπρέλας, την οποία κατάφερε εν τέλει να στερεώσει, να στρώνεται μακάριος από κάτω με ένα παρατεταμένο «αααααααααααχ» απόλαυσης.

Δεν πρόλαβα ωστόσο να χαρώ για πολύ το όμορφο θέαμα καθώς η δόλια πολύχρωμη ομπρέλα, σε ελάχιστα μόλις δευτερόλεπτα, γλίστρησε σαν να τη ρούφηξε η γη, και προσγειώθηκε στο κεφάλι του μωρού με ένα (πολύ χαριτωμένο, ομολογουμένως) γκντουπ.