Κυριακή 20 Νοεμβρίου 2016

no dawn no day



Απέκτησε, τελικώς, την ψευδαίσθηση ότι η ζωή δεν ήταν ακριβώς αυτό που είχε, τέλος πάντων, αρχικά υποθέσει· πιθανότητες περιέπλεκαν τις απλούστερες καθημερινές της δραστηριότητες· για να βγει, φερειπείν, από το μπάνιο στο σαλόνι, σκόνταφτε στα κουβαριασμένα ενδεχόμενα πάνω στο χαλί. Περνούσε τις μέρες της, ασφαλώς, περιμένοντας το τηλέφωνο να χτυπήσει· έχοντας απολέσει τη γνώση πως τα τηλεφωνήματα είχαν προ πολλού υποκατασταθεί εν μέρει από τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης· συνεπώς, η πιθανότητα επικοινωνίας συμπαρέσυρε συνήθως κατ’ ανάγκη διαφημίσεις απορρυπαντικών, παιδικών τροφών και μαγικών αναλγητικών, καθώς και την έκθεση στα αιτήματα φιλίας ατόμων παντελώς αγνώστων της. Πίστευε, για ένα διάστημα, πως η ποίηση, ενδεχομένως, θα την έσωζε· πως οι λέξεις θα μπορούσαν, ίσως, να την απεγκλωβίσουν, να εξαναγκάσουν το τηλέφωνο να χτυπήσει ή έστω (κι αυτό θα της ήταν, στ’ αλήθεια, αρκετό) να κάνουν το χρόνο περισσότερο υποφερτό. Γιατί είχε αποκτήσει, επίσης, την κακή συνήθεια να υπολογίζει το χρόνο σε μικρά ανάποδα βήματα από και προς το σώμα του· πριν και μετά τις λέξεις του· ή και διαγωνίως διασχίζοντας τις σπηλαιώδεις σιωπές του· να ρυθμίζει την αναπνοή της ισορροπώντας ανάμεσα στους πόλους του, έρμαιο ενός πανίσχυρου μαγνητικού πεδίου που την κρατούσε μετέωρη (χωρίς πόνο, βεβαίως, χωρίς επιπρόσθετες εξάρσεις, χωρίς υποτίτλους) σε μια χρονική στιγμή αδιευκρίνιστη (ούτε μέρα, ούτε νύχτα)· ένα μικρό ζώο μουμιοποιημένο μέσα σε παγετώνα. Απέφευγε λοιπόν, το κατά δύναμιν, τις σκέψεις, τις υποθέσεις, τις διατυπώσεις· απέκλειε εξ ορισμού τις φωτογραφίες· έπινε και κοιμόταν αποκλειστικά στη βεράντα κάτω από μια μικρή χάρτινη ομπρέλα. Έτρεμε τη λήθη –μόνο αυτήν. Η ασθένεια, βεβαίως, επέλαυνε σταθερά· τα άκρα της γέμιζαν μικρές γαλάζιες φλέβες, που όλο πύκνωναν και προόδευαν προς τον κορμό, σαν να επέκειτο η μεταμόρφωσή της σε ωκεανό. Εκείνη ήξερε, ασφαλώς, πως περί άλλου επρόκειτο· επέμενε ωστόσο με κάποια φιλαρέσκεια να περιβάλλει τη νέα της όψη με ταιριαστά αξεσουάρ (ένα μαντήλι γαλάζιο, ένα καπέλο, ένα ζευγάρι γάντια)· και παρακολουθούσε ήρεμη καθώς τα έπιπλα φούσκωναν κι έσκαγαν μεριές-μεριές από την υγρασία. Και θυμόταν, όλο θυμόταν· επιμελώς· ψυχαναγκαστικά σχεδόν· ρυθμικά· με μια μνήμη ρετρό χαρτονένια σαν κιτρινισμένη καρτ-ποστάλ· το σώμα της όλο, ένα μονοπάτι με σημαδεμένες κρυψώνες· ίσκιος πουθενά.     

Κυριακή 13 Νοεμβρίου 2016

when the cold winds blow

κι ήταν φορές που θα μπορούσα, με λίγη προσπάθεια ή μια βοήθεια μικρή από τις περιστάσεις (να τύχει να μ’ αγγίξεις, ας πούμε, δυο φορές στο ίδιο σημείο), να μπερδέψω το όλο πράγμα με την ευτυχία· να ισχυριστώ πως φόβος ουδείς με διαγούμιζε μήτε μνήμη θανάτου· κι η αναπνοή μου μια πρόφαση να συνεχίσω να υπάρχω στο εξαιρετικό μεταίχμιο της επιθυμίας σου. Κι ήξερα πως σε ύπνο μέσα σε συναντούσα και πως με μια δρασκελιά θα με πρόφταινες, αν ήθελες, προτού καταποντιστώ –μα ήταν όλα προς στιγμήν ωραία κι εγώ έτοιμη και κουρασμένη λαχταρούσα μόνο μια περισπωμένη να κοιμηθώ ανάμεσα στα χόρτα. Ψιλόβρεχε μια βροχή κρουστή σα τζάμι σπασμένο· μάκραιναν τα μαλλιά μου· τα σπλάχνα μου άδειαζαν· γυρισμένη τα μέσα έξω έσταζα πευκοβελόνες σα ρούχο που το τινάζει κάποιος σ’ ένα μπαλκόνι· και με κοιτούσες ίσια μέσα στα μάτια  ενώ γύρω μας ο κόσμος γκρεμιζόταν αθόρυβα, θεαματικά και αμετάκλητα, κι ήταν όλο τόσο εξωπραγματικό που σκέφτηκα  ήρεμα, όνειρο, ας είναι, και συνειδητοποίησα πως σε κοιτούσα κι εγώ ευθεία στα μάτια ώρα πολλή κι ήμουν, ωστόσο, ζωντανή. Κι απελπίστηκα τότε βίαια και πραγματικά, πως ελπίδα δεν υπήρχε να πάψω, να μην είμαι, και πως θα ’πρεπε σε λίγο να ξυπνήσω, ή να ξανακοιμηθώ, ό,τι από τα δύο, και να περπατήσω ξανά μονάχη στη λεωφόρο, να μ’ αγκαλιάσουν τα παιδιά και να ποτίσω τη βουκαμβίλια προσβλέποντας πάντοτε πως ίσως, ίσως εφέτος


Κυριακή 23 Οκτωβρίου 2016

I had everything I needed to commit suicide


κι όταν η απόσταση μεγάλωνε, σε ονειρευόμουν σε κάτι όνειρα απλοϊκά χολυγουντιανής αισθητικής· περπατούσαμε, ας πούμε, σε μια προκυμαία γεμάτη κόσμο με ορίζοντα γκρίζο τρώγοντας μαλλί της γριάς  ξαφνικά σειρήνες χτυπούσαν έσκαγαν βόμβες και γέμιζε το σκηνικό ανθρώπους που μας γάζωναν με αυτόματα από όλες τις μεριές το ζαχαρένιο μου σύννεφο βαφόταν κόκκινο από το αίμα κάποιου αγνώστου και πετούσε με μια βίαιη ριπή αέρα ανέμελο πάνω από τη θάλασσα, κι εγώ το κοιτούσα συγκρατώντας με τα δυο χέρια το ψάθινο καπέλο μου και σου φώναζα, ατάραχη τελείως, μόνο για ν’ ακουστώ πάνω από τις στριγκλιές και το πανδαιμόνιο, αύριο ίδια ώρα, μετά μου έδινες ένα φιλί κινηματογραφικό κάτω από κάποια δυσδιάκριτη επιγραφή που είχε προκύψει ξαφνικά εντελώς πάνω από τα κεφάλια μας κι ενώ το μακελειό εξακολουθούσε απομακρυνόσουν με βήματα αργά πάνω στην προκυμαία, και καθόλου δεν ανησυχούσα, καθώς γύρω σωριάζονταν πτώματα κι αυτοκίνητα λαμπάδιαζαν μα τίποτα δε μας ακουμπούσε, τότε αιφνιδίως παρατηρούσα που φορούσες ένα μπλουζάκι βυσσινί κι αμέσως άνοιγε ο ορίζοντας στα δύο και με κατάπινε και μ’ έφτυνε αμάσητη στα μισά της κόλασης