Παρασκευή 26 Ιουνίου 2009
επαλήθευση
Τετάρτη 17 Ιουνίου 2009
a man in black
Κατόπιν, θα μπορούσε μονάχα να περιμένει, αδυνατώντας πλέον να επέμβει στην εξέλιξη της τραγωδίας, ευχόμενη ωστόσο, πιθανώς, κάποια σωτήρια τυχαιότητα να εμποδίσει την παράδοση του φακέλου (ένα σφάλμα των ταχυδρομικών υπαλλήλων, μια φυσική καταστροφή, μια ευφυής στρατιωτική λογοκρισία), κι έχοντας ήδη αποφασίσει πως, σε αντίθετη περίπτωση, θ’ αρνιόταν με θράσος οποιαδήποτε σχέση με την αποστολή του επίμαχου γράμματος –που, προφανώς, εκείνη μονάχα θα μπορούσε να έχει συγγράψει και αποστείλει• ωστόσο, η έλλειψη απτών αποδείξεων θα επέτρεπε, κατά πάσα πιθανότητα, μια βεβιασμένη αθώωσή της λόγω αμφιβολιών.
[Ο παραλήπτης, σε κάθε περίπτωση, δεν θα αποτέφρωνε την επιστολή. Δεν επρόκειτο, άλλωστε, περί ερωτικού σημειώματος. Κι εκείνος δεν ήταν πλέον έφηβος• δεν ήταν καν βέβαιη πως είχε υπάρξει τέτοιος στο παρελθόν, παρ’ όλο που οι αναμνήσεις της συνηγορούσαν, φυσικά, υπέρ αυτού του ενδεχομένου (το εξαιρετικό ανεπίγνωστο κάλλος, η άυλη σχεδόν σιλουέτα, οι δερμάτινες μπότες, ο θόρυβος από τα μηχανάκια –αν και ο τελευταίος στοίχειωνε όλες συλλήβδην τις εφηβικές της αναμνήσεις, ασχέτως δηλαδή με τα εκάστοτε πρόσωπα, τώρα που το ξανασκεφτόταν, ήταν αυτός που στο μυαλό της ταξινομούσε συγκεκριμένα τμήματα μνήμης στην εν λόγω τρομερή περίοδο), και δεν αποκλείεται να ήταν όντως έτσι, να είχε δηλαδή προσωρινά απλώς βρεθεί, ενήλικας εξαρχής, μέσα στην πρόχειρη σκηνοθεσία μιας σκονισμένης εφηβείας με μακό μαύρο φανελάκι. Θυμόταν καθαρά τον εαυτό της να τρέχει πίσω του στα διαλείμματα του σχολείου, πανικόβλητη από έρωτα, δίχως αίμα, με το λιωμένο κραγιόν και τα τσιγάρα στην κωλότσεπη, υπνωτισμένη απ’ τις ηλεκτροφόρες σιωπές του, τη διαρκή απειλή συμπαντικής συντέλειας που τον περιέβαλλε, ντοπαρισμένη από την κατά τα φαινόμενα αδιαφορία του, απροσμέτρητα δυστυχής, κι απελπισμένη με την γνήσια απελπισία των δεκαέξι χρόνων –δεν αποφάσισε ποτέ, αν επιθυμούσε περισσότερο να πεθάνει η ίδια ή να τον σκοτώσει.]
Ήταν παρήγορο, εννοείται, που εν τέλει είχε βρεθεί γι’ αυτήν μια κάποια εναλλακτική διέξοδος, που μπορούσε να σκέφτεται ασφαλώς θα μπορούσα μετά από κάθε τηλεφώνημα• είχε βρει μάλιστα τον παλαιό αεροπορικό φάκελο, τον κρατούσε με φροντίδα σ’ ένα συρτάρι του γραφείου της, άγραφο• αν μη τι άλλο θα μπορούσε στο μέλλον, και όταν πλέον η αναγκαιότητα των επιστολών θα είχε εξαλειφθεί, να τον παρουσιάσει ως τεκμήριο των προθέσεών της –ήλπιζε, ωστόσο, πως μέχρι τότε το ζήτημα θα είχε απλώς ξεχαστεί.
Παρασκευή 12 Ιουνίου 2009
επιστολή
Κυριακή 7 Ιουνίου 2009
Ναυαγοσώστες, τατουάζ, η Φρουτοπία και ο τρόμος
Είναι πλέον δεδομένο: το σύμπαν εργάζεται ακούραστα προς την κατεύθυνση του να με κάνει να φουντάρω ή, έστω, να φορέσω το άσπρο συνολάκι με τα μακριά μανίκια που λέει και η Μ –κι εμένα, δυστυχώς, δεν μου πάνε καν τα λευκά, και στο δημαρχείο με μαύρο θα πάω, άντε μπλε-μωβ το πολύ, και θα πέσουν δυο-τρία εγκεφαλικά εννοείται από το σόι του γαμπρού αλλά τι να κάνουμε, αυτό βέβαια είναι θέμα άλλου ποστ, με τίτλο είμαι-μια-κότα-και-μισή-και-θέλω-γάμο-τώρα-τώρα-ΤΩΡΑ, αλλά μη με κάνετε να ξεφεύγω από το θέμα μου, προσπαθώ να σας πω για τη συνωμοσία του σύμπαντος εναντίον μου.
Λοιπόν. Δεν μου φτάνει η τρέλα που κουβαλάω από μοναχή μου, η προϊούσα αγαμία που έχει κάνει τον εγκέφαλό μου πουρέ, ο κακοήθης όγκος στην κύστη του Dave που με κάνει να λιώνω από τύψεις (δεν μου το βγάζετε από το κεφάλι ότι τον μάτιασα λόγω της ανελέητης καύλας που αποπνέει), το καινούριο cd του Bryan που έδωσε σε μένα φρέσκο λόγο κατάθλιψης και στους γείτονές μου νέα πειστήρια περί της παράνοιάς μου (την έχω καταβρεί να τραγουδάω στο μπάνιο in a bag you will be before the day is over), ήρθαν και οι πρόσφατες επαγγελματικές ανησυχίες των κολλητών μου να αποτελειώσουν το ήδη φλέγον υπαρξιακό μου.
Να σας εξηγήσω. Ναι, είμαι πολύ χαρούμενη που μπήκα στο δημόσιο, μην τρελαθούμε. Η πίστη μου βγήκε στο διάβασμα για να πω ότι θα έχω, αν όχι πολλά φράγκα, τουλάχιστον μια κάποια εργασιακή ασφάλεια, ένα νορμάλ ωράριο κλπ. Εξάλλου, τα ’χουμε ξαναπεί, στη δικηγορική θα ταίριαζα όσο κι ο Καρβέλας στο γνωστό άθλιο άσμα. Θα μου πείτε τώρα, και ταιριάζεις δηλαδή σε δημόσια υπηρεσία; Ε, τέλος πάντων, εκεί τουλάχιστον έχω λιγότερους περιορισμούς, και περισσότερο δημιουργικό ελεύθερο χρόνο. Όπως και να ’χει, δεδομένων των επιλογών που είχα στην πεζή πραγματικότητα [που σαμπόταρε, η ρουφιάνα, τα φιλόδοξα εναλλακτικά μου σχέδια α)να κατακτήσω τον πλανήτη, β)να κάνω καριέρα στη μαφία ως σύζυγος ενός άλλου Andy Garcia, γ)να γίνω νταλικέρης στην Αμερική και να οδηγώ μερόνυχτα σε αχανείς δρόμους με το in the death car στο τέρμα, ή δ)στη χειρότερη περίπτωση, να εξελιχθώ σε ροκ σταρ παγκοσμίου φήμης και να τα κονομάω τρελά ενώ οι θαυμαστές μου θα με αποθεώνουν μέχρι τα εξήντα μου, οπότε και θ’ αποσυρθώ στην Καραϊβική μαζί με δυο-τρεις εικοσάχρονους μαροκινούς για παρέα], μια χαρούλα ευχαριστημένη είμαι.
Αλλά, πώς να το κάνεις, είναι κάτι στιγμές που στη βαράει –το πρωί ας πούμε, εκεί που βάζεις κραγιόν μπροστά στον καθρέφτη, και περνάει αιφνιδιαστικά από το μυαλουδάκι σου (τυπωμένη σε υπηρεσιακό έγγραφο, για να ’χουμε και σωστή σκηνοθεσία) η φράση «είμαι δημόσιος υπάλληλος». Και σου ’ρχεται, όσο να ’ναι, ένα μίνι εγκεφαλικό, μια τάση έστω να ουρλιάξεις, όχι απαραίτητα από φρίκη, αλλά τουλάχιστον από έκπληξη, που πρόλαβες και τα τακτοποίησες όλα τόσο ωραία από τόσο νωρίς, μετά σκέφτεσαι, είναι όντως νωρίς ή όχι, μετά κολλάς τη μούρη σου στον καθρέφτη να βεβαιωθείς μαζοχιστικώς πως ναι, όντως ψιλοφαίνεται αυτή η σκατορυτίδα αριστερά στο στόμα σου το πρωί, λες δε γαμιέται, αλλά ακόμη θέλεις να ουρλιάξεις, και δεν μπορείς γιατί οι υπόλοιποι κοιμούνται, άσε που κατά βάθος δεν έχει και νόημα, καλωδιώνεσαι τουλάχιστον με το Marilyn να ουρλιάζει στα αυτιά σου μέχρι να φτάσεις Ταύρο, κατεβαίνεις από το τραίνο συμφιλιωμένη με την ιδέα (και του δημοσίου, και της ρυτίδας), κλείνεις το Marilyn μπαίνοντας στο κτήριο για ν’ αρχίσεις τις αναγκαίες καλημέρες, και είναι όλα οκ.
Με παρακολουθείτε; Πάνω, λοιπόν, που τα σκέφτεσαι όλα αυτά τα όμορφα, σου έρχεται από την Κρήτη το προσφιλέστατο τέρας, ανήκον στην ούτως ή άλλως εξωτική για σένα συνομοταξία των μαθηματικών, και σου λέει το υπέρτατο, ότι σκοπεύει να πάρει δίπλωμα ναυαγοσώστη. Σ’ ακούει όλο το βαγόνι να χτυπιέσαι από τα γέλια με το καταπληκτικό αστείο, μετά συνειδητοποιείς ότι μιλάει σοβαρά, προβάρεις νοερά την απύθμενου σουρεαλισμού φράση «ο κολλητός μου είναι ναυαγοσώστης», ξαναχτυπιέσαι από τα γέλια, εν τέλει το χωνεύεις, άλλοι ζούνε με το ένα πόδι στο Baywatch κι εγώ, ναι, εγώ, έγινα δημόσιος υπάλληλος.
Θα μου πείτε τώρα πάλι, και τι ήθελες, να γίνεις κι εσύ ναυαγοσώστης; Που, εντάξει, κολυμπάς μεν, αλλά άμα δεις κανένα μπαρμπούνι νομίζεις ότι είδες καρχαρία και σε τραβάνε έξω μισοπνιγμένη να βγάζεις νερά από τη μύτη; Όχι βέβαια. Τότε; Δεν ξέρω. Υποθέτω ζηλεύω που κάποιος σκέφτηκε να γίνει ναυαγοσώστης μετά τα 25 του, και που το βρίσκει παντελώς νορμάλ, και που εμένα τα πιο extreme του βιογραφικού μου είναι μια ερασιτεχνική συμμετοχή σε μπάντα της κακιάς συμφοράς και κάτι σκουλαρίκια που επιμένω να κρατάω ίσα-ίσα για να μου τη λένε στη δουλειά.
Και πάνω που προσπαθείς να εμπεδώσεις την ιδέα της ναυαγοσωστικής, έρχεται το χαρισματικό πλάσμα και σου λέει ότι ετοιμάζεται για καριέρα στα tattoo (άντε, κοριτσάρα, να χτυπήσεις ένα και σε μένα κάποτε), οπότε φυτρώνουν άλλα τρία κεφάλια στο υπαρξιακό σου, ιδίως αν προσθέσεις το γεγονός ότι η Luthien δεν πρόλαβε καν, ηλικιακά, τη Φρουτοπία.
Καταλάβατε; Και το μοναδικό μου αντίδοτο στον τρόμο χίλια τόσα χιλιόμετρα μακριά, και το μαλλί του, μισό μέτρο καταρράχτης, σ’ ένα κουτί με ναφθαλίνη στη ντουλάπα μου.