Δευτέρα 28 Ιουνίου 2010

μελαγχολία ταχύτητας


Μαζί με τα υπόλοιπα συμπράγκαλα του σπιτιού, αγόρασα και χύτρα ταχύτητας.


Η αγορά της χύτρας, ασφαλώς, ήταν αποτέλεσμα του αιώνιου βίτσιου μου να τρέχω με χίλια: τι, δηλαδή, να περάσω τη ζωή μου δέσμια των παραδοσιακών χρόνων μαγειρέματος; Να γυρνάω από τη δουλειά και να θέλω δυο ώρες να μαγειρέψω –σκέψου, στο μέλλον, και μ’ ένα κουτσούβελο στα πόδια μου; Συνέβαλαν, εννοείται, και οι παραινέσεις μαμάδων-θειάδων και λοιπών θηλυκών συγγενών, βετεράνων της κουζίνας, που με διαβεβαίωσαν περί της πρακτικότητας του πράγματος: κρέας σε ένα εικοσάλεπτο, όσπρια σε μισή ώρα, λαχανικά στον ατμό σε ελάχιστα λεπτά, και φαγητό λιώμα, πεντανόστιμο, που στην απλή κατσαρόλα δύσκολα σου βγαίνει –το συζητάς; Χύτρα και πάλι χύτρα, τελευταίο μοντέλο, ντιζαϊνάτο, με σούπερ προδιαγραφές ασφαλείας· να τη χειρίζεται, σου λέει, και μικρό παιδί.


Ότι εγώ, τώρα, προδιαγραφές ξε-προδιαγραφές, βλέπω τη χύτρα σα μίνι βόμβα υδρογόνου, είναι μια άλλη υπόθεση. Είμαι που είμαι ατσούμπαλη κι αιωνίως αφηρημένη, τη φαντάζομαι να σκάει (εξαιτίας κάποιας εκπληκτικής βλακείας μου, ικανής να κατατροπώσει και την τελευταία λέξη γερμανικής τεχνολογίας), εκτινάσσοντας το κεφάλι μου, παρέα με κάμποσα ντουλάπια της κουζίνας, στην ταράτσα της πενταόροφης πολυκατοικίας μας. Το μωρό γελάει, φυσικά, με τα αιματοβαμμένα μου σενάρια –κι εγώ γελάω με την πάρτη μου, που μονίμως φαντάζομαι φρικτά ατυχήματα, και φυσικά δεν θα επέτρεπα ποτέ στον εαυτό μου να καταπιεί μια τέτοια χαζή φοβία, δεν το δέχομαι δηλαδή, άνθρωπος με δυο πτυχία και να με κάνει ό,τι γουστάρει μια χαζο-χύτρα, δεν θα ’μαστε καλά. Κι αν η μάνα μου, στην τελική, που φοβάται και τον ίσκιο της και καταπίνει κι ένα κάρο φάρμακα, μαγείρευε μια ζωή με χύτρα, εγώ, που μπροστά της είμαι τουλάχιστον πολεμιστής σαμουράι, θα παραδεχτώ ότι κωλώνω;


Την έβαλα μπροστά μια-δυο φορές, με το μωρό στο σπίτι πάντα –όχι για να μου κάνει τίποτα δηλαδή, έτσι, για ψυχολογική υποστήριξη. Το μωρό, εξάλλου, λειτουργεί ως τέλειο αντίδοτο για τους πάσης προελεύσεως πανικούς μου, από την εξάπλωση της κυτταρίτιδας μέχρι τις φυσικές καταστροφές· αφήστε που έχει μαγικές σχεδόν ικανότητες στο χειρισμό μηχανημάτων, συσκευών, κουμπιών και μαραφετιών κάθε είδους. Κι αν στο στρατό, με άοπλο Ι4, έδειχνε σε όλο τον υπόλοιπο λόχο πώς λύνουν και ξαναδένουν το G3 κάνοντας και ρεκόρ χρόνου έτσι για την πλάκα του, καταλαβαίνετε πως η συναρμολόγηση των οκτώ καταραμένων κομματιών στα οποία πρέπει να διαλύσεις, σύμφωνα με τις οδηγίες, την φανταστρουμφική βαλβίδα ασφαλείας της χύτρας για να την πλύνεις μετά από κάθε χρήση, του φαίνεται κάτι λιγότερο από παιχνιδάκι.


Εγώ παλεύω, εννοείται, βγάζοντας τα μάτια μου για να βεβαιωθώ τι ακριβώς δείχνει το σχετικό σχέδιο του manual (το οποίο το μωρό, όπως φαντάζεστε, ουδέποτε μπήκε στον κόπο να συμβουλευτεί –αυτά είναι για τα χαζά κοριτσάκια σαν εσένα, γελάει), και πάλι λάθος τη φτιάχνω, να χέσω τα δύο πτυχία μου, όλο κάτι λάθος σφίγγω, κάτι μου σκαλώνει, κι αν κατά τύχη το κάνω σωστά ποτέ δεν είμαι βέβαιη, κι άντε πάλι το σενάριο με το ιπτάμενο κεφάλι.


Και σήμερα έτσι την πάτησα, έτρεμα αν είχα δέσει σωστά τη σατανική βαλβίδα, και το μωρό είχε πεταχτεί μέχρι την τράπεζα, αλλά έλα που του είχα τάξει ρεβυθόσουπα (με σούπερ συνταγή της μαμάς, που δεν την έχω φάει πουθενά αλλού, να νομίζεις ότι τρως σούπα αυγολέμονο, τέτοια νοστιμιά), κι άμα περίμενα να γυρίσει για να βάλω μπρος δε θα προλάβαινε να φάει πριν φύγει για τη δουλειά, γι’ αυτό σε μια κρίση αυτοπεποίθησης άναψα το μάτι, μύχια ελπίζοντας ότι αν κάτι πήγαινε στραβά θα είχε εντωμεταξύ επιστρέψει το μωρό να με σώσει. Ασφαλώς όλα πήγαν στραβά (ή έτσι μου φάνηκε, δεν θα μάθω ποτέ την αλήθεια), η χύτρα έκανε κάτι περίεργα φσςςς και μου έβγαλε κάτι ζουμιά, που μπορεί και να ήταν στο πρόγραμμα αλλά εγώ φρίκαρα τη ζωή μου, και αποφάσισα ότι δεν είμαι κι ούτε φιλοδοξώ να γίνω πυροτεχνουργός, κι ότι σε κάθε περίπτωση είμαι πραγματικά πάρα πολύ νέα για να πάω έτσι άδοξα για δυο πιάτα ρεβύθια, κι έκλεισα το μάτι και βγήκα στο μπαλκόνι να καπνίσω, με φρικτές τύψεις που θα τάιζα το μωρό προχτεσινό αρακά με συνοδεία κονσέρβα.


Πάνω στην ώρα κατέφτασε και το μωρό (που, ευτυχώς για μένα, είναι υπεράνω κατεστραμμένων φαγητών και άλλων τέτοιων μικροδραμάτων που απειλούν καθημερινά τη δική μου ψυχολογική ισορροπία), και νομίζω το διασκέδασε πραγματικά το όλο πράγμα, τα μούτρα μου δηλαδή και τη χύτρα που την είχα βγάλει στην άκρη με χίλιες προφυλάξεις, έσκασε στα γέλια, δήλωσε ότι προτιμά τον αρακά, έφαγε στο πόδι κι έφυγε. Κι εγώ αποφάσισα να μην πετάξω στα σκουπίδια τα σκατορεβύθια, αλλά να τα μαγειρέψω κανονικά, με το νορμάλ καπάκι, ας έπαιρνε και δέκα ώρες πλέον, τι μ’ ένοιαζε; Άσε που στο μεταξύ είχα διαπιστώσει ότι είχα ξεμείνει από λεμόνια, κι έπρεπε να πεταχτώ παραδίπλα στο μανάβικο να πάρω. Ντύθηκα όπως-όπως και ξεπόρτισα.


Έπρεπε να μου τύχει σήμερα ακριβώς, μ’ αυτό το γκρίζο ψιλόβροχο και την όλη υπόθεση μαγείρεμα ρεβυθόσουπας να παίζουν πινγκ-πονγκ με τις ορμόνες μου (θα μπορούσα να πεθάνω, είχα σκεφτεί όταν τον πρωτοείδα, κι ασφαλώς ένα μαγείρεμα προηγείται μιας τέτοιας μελοδραματικής κατάστασης, αστείο πράμα, να του φτιάξω ένα πιάτο φαγητό· που πάνε δέκα χρόνια και δεν μπορώ να συνηθίσω, επιβιώνω από σπόντα πάνω στα τακούνια μου, μες στα φουστάνια μου που του αρέσουν, και προσπαθώ να μαζευτώ σ’ ένα σχήμα λογικοφανές τουλάχιστον, αλλά τρομάζω συνέχεια τι βλέπει σ’ εμένα, τώρα που μέσα σ’ όλα τ’ άλλα σφουγγαρίζω κάθε δυο μέρες τα πλακάκια, αστείο πράμα, αλήθεια, να μαγειρεύεις ρεβύθια από έρωτα, ποιος να σε πιστέψει, να καταλάβει τι λες, θα πεθάνω σκέφτομαι όποτε κλείνει την πόρτα αλλά φυσικά δεν πεθαίνω, και μαγειρεύω ή ποτίζω τα λουλούδια ελπίζοντας ότι το βράδυ θα καταλάβει, θα υποψιαστεί πως ήταν η μόνη εφικτή εναλλακτική μου, άγριο πράμα, νοικοκυρεύτηκες μου λένε και θέλω να κλάψω από τα γέλια, ενίοτε κλαίω στ’ αλήθεια και μετά το ρίχνω στο προεμμηνορροϊκό, τρέχω να τσεκάρω στον καθρέφτη του σαλονιού μη με βρει μουτζουρωμένη)· έπρεπε να τους πετύχω σήμερα, ένα μέτρο από το μανάβικο, τους πιτσιρικάδες στην είσοδο του διπλανού σπιτιού, με τις τσάντες του σχολείου πεταμένες, στα μαύρα, τα μαλλιά μέχρι τη μέση (νόμισα πως τον είδα φάντασμα μπροστά μου δέκα χρόνια πριν), είχανε μια κιθάρα και παίζανε, ψιλοτραγουδούσαν, στ’ αρχίδια τους που ήταν μεσημέρι, που περνούσε κόσμος, μου ’ρθε να σκάσω στα γέλια, να πετάξω κι εγώ την τσάντα μου και να κάτσω χάμω μαζί τους να τραγουδήσω, όπως έκανα όταν τον πετύχαινα έξω από το παλιό σχολείο, ίδια φάση ακριβώς, ν’ ανατριχιάζεις, την εποχή που η ιδέα και μόνο να μαγειρεύω ρεβύθια ήταν σενάριο επιστημονικής φαντασίας. Κατάπια εννοείται το γέλιο και τις λοιπές παρορμήσεις μου και γλίτωσα το ρεζίλι, ευτυχώς, τα πιτσιρίκια εξάλλου δεν θα είχαν κανένα λόγο να υποθέσουν ότι τους ρίχνω μια δεκαετία τουλάχιστον, πόσο μάλλον ότι έχω μια κατσαρόλα στη φωτιά, πως τον παντρεύτηκα, πως έχω τα μαλλιά του στην ντουλάπα, πως κανείς δε με πιστεύει. Το πολύ να νόμιζαν ότι κάνω καμάκι, κι άντε να τους εξηγείς μετά, μου ρίχνανε και δυο κεφάλια ο καθένας. Πήρα τα λεμόνια κι εξαφανίστηκα.


Τα ρεβύθια μου τρώγονται τελικά –όχι σαν της μαμάς, αλλά καλά μου βγήκαν.