Θέλω να ξεράσω όποτε βλέπω τους στίχους που έχουνε κοτσάρει, με μεγάλα γράμματα, στο μετρό και στις στάσεις των λεωφορείων –ακριβώς εκεί που τον υπόλοιπο καιρό (και ξανά πάλι από αύριο) μοστράρουν μπισκότα, καπότες και ηλεκτρικές σκούπες.
Να ξεράσω κυριολεκτικά όμως, με την έννοια, που να νομίζουν οι γύρω ότι προσβλήθηκα αίφνης από οξεία θανατηφόρα γαστρεντερίτιδα, και ν’ ανοίξουν γύρω μου κύκλο είκοσι μέτρων τουλάχιστον.
Και μετά να τους μουτζώσω όλους και να φύγω.
Εννοείται ότι δεν ξερνάω έτσι εύκολα, με τις εκάστοτε φρικαλεότητες του έξω κόσμου δηλαδή· και αλίμονο, σε κάθε περίπτωση, δε θα καταδεχόμουν ποτέ να ξεράσω πάνω στις γόβες μου· το πολύ-πολύ, άμα δω ποτέ πραγματικά τα σκούρα, να πάω παραδίπλα να πεθάνω αξιοπρεπώς, σε κάποια χαριτωμένη στάση, να γλιτώσω κι εγώ και οι γύρω μου από τα εγκεφαλικά μου βραχυκυκλώματα. Από την άλλη σκέφτομαι, θα μπορούσα να κόψω τις γόβες (να βάλω κάτι άλλο σε παπούτσι βρε αδερφέ, επιτρέποντας στον εαυτό μου την πολυτέλεια να ξεράσει χωρίς τύψεις ότι διέπραξε αισθητικό έγκλημα κατά της ανθρωπότητας), αλλά έλα που έχω το μωρό, που δε μου λέει ποτέ ευθέως βάλε δεκάποντες γόβες ή μη βάλεις τις μπότες σου, αλλά παίρνει μία τόσο ανεπανάληπτη έκφραση αγαλλίασης όποτε με βλέπει πάνω στις πρώτες, και επίσης μία τέτοια φάτσα συντριβής όποτε με βλέπει με τις δεύτερες (ή με ο,τιδήποτε άλλο δεν είναι οι πρώτες), που δεν μου κάνει καρδιά· εξάλλου, απολύτως συνειδητά, η προτεραιότητά μου σε σχέση με ο,τιδήποτε άλλο την τελευταία δεκαετία και βάλε είναι το μωρό (ως το μόνο πράγμα που, βάσει θεωρητικής θεμελίωσης και εμπειρικής τεκμηρίωσης, αξίζει τον κόπο), οπότε άμα ποτέ (λέω, άμα) δείτε καμιά μαλακισμένη να περπατάει στην Ερμού, ή σε κανένα άλλο δρόμο με ανάλογο ανάγλυφο, με γόβα στιλέτο-ουρανοξύστη, μπορείτε βάσιμα να υποθέσετε ότι ήμουν εγώ.
Τώρα θα λέτε, κατά πάσα πιθανότητα, ότι πάλι μου τη βάρεσε, αλλά παραδόξως είμαι μια χαρά. Περνάω λίγο φάση, πιθανόν –αλλά, με τα μικρά ψήγματα προσωπικής σοφίας που αποκτά κανείς με το πέρασμα του χρόνου, μπορώ πλέον να αποφανθώ με βεβαιότητα ότι τη μισή μου τουλάχιστον ζωή, περνάω, είμαι ή ετοιμάζομαι να μπω σε κάποιου είδους φάση, οπότε δεν έχει νόημα να το κάνω θέμα. (Στην υποθετική περίπτωση που δεν σας έφτασαν τα άνωθεν ομφαλοσκοπικά μου και σας ενδιαφέρει, για κάποιο άγνωστο λόγο, κατά πάσα πιθανότητα επειδή δεν έχετε τίποτα καλύτερο να κάνετε τη συγκεκριμένη στιγμή, να μάθετε περισσότερα, συνεχίστε την ανάγνωση· ειδάλλως, προτείνω κατανάλωση αλκοόλ, πλύσιμο πιάτων ή σεξουαλική δραστηριότητα).
Κατ’ αρχάς, προσπαθώ να αναπαραχθώ. Η περίοδος αναπαραγωγής μου ξεκίνησε, όπως ήταν λογικό, το Γενάρη, με μακρόσυρτα νιαουρίσματα στην ταράτσα και συνεχείς επαναλήψεις της αξέχαστης ατάκας (κλητική κύριου ονόματος), εγώ πότε θα γίνω μάνα. Εννοείται ότι, σε πείσμα της τρομακτικής φοβίας που με βασάνιζε όταν δεν ήθελα να γίνω μάνα (ότι δηλαδή θα συλλάβω το Μαγκάιβερ μυρίζοντας απλώς άντρα από απόσταση μισού μέτρου), όταν όντως μπήκα στο τριπάκι να το επιδιώκω, το πράγμα αποδείχθηκε κομματάκι πιο περίπλοκο· και αρκετά αγχογόνο, επίσης.
Το δράμα ξεκινάει με τις εξετάσεις προγεννητικού ελέγχου, που σαν μορφωμένος άνθρωπος αποφάσισα να κάνω πριν ξεκινήσω την όλη διαδικασία, και οι οποίες δεν ήταν τίποτα σπουδαίο μεν, αλλά όταν τις είδα γραμμένες στο χαρτί με έπιασε μια φρίκη (σαν σαλεμένη που είμαι) ότι θα βρεθώ να πάσχω από εκατό διαφορετικά πράγματα που δεν ήξερα τι ακριβώς είναι, και που θα με κάνουν να κυοφορήσω τουλάχιστον το Άλιεν (όταν με το καλό καταφέρω να το πιάσω, πάντα). Βγήκαν οι ρημαδοεξετάσεις, τις πήρα αγκαλιά και πήγα στο γιατρό, να μου πει αν θα ζήσω και αν θα γλιτώσω τη μοίρα της Σιγκούρνι Γουίβερ ή όχι· ο γιατρός τους έριξε μισή ματιά και άρχισε να γελάει, και μου είπε να πάω σπιτάκι μου και να ξαναενοχλήσω την ιατρική κοινότητα όταν μείνω έγκυος, προσθέτοντας (με χάχανα, πάντα, και μια λοξή ματιά στο έκζεμα από το οποίο κινδυνεύω να μείνω χωρίς δέρμα στα χέρια) την απείρου κάλλους ατάκα ότι δεν με βλέπει πάντως να μένω, στην κατάστασή μου· εγώ τον ρώτησα θιγμένη ποια είναι, δηλαδή, η κατάστασή μου, για να εισπράξω ένα φροϋδικό ύφος και τη συμβουλή να διαχειριστώ το άγχος μου. Εξανέστην, φυσικά, και απαίτησα να μου πει (κρύβοντας τεχνηέντως τα χέρια μου) πώς δηλαδή διέγνωσε ότι έχω εγώ άγχος από είκοσι δευτερόλεπτα που με είδε, στο σημείο αυτό τα γέλια του γιατρού πρέπει να ενόχλησαν το διπλανό γραφείο κι εγώ αποδέχτηκα την ήττα μου, γιατί έχω σιχαθεί να μου κάνουν ανάλογες διαγνώσεις, και να μη με πιστεύουν ότι είμαι εξαιρετικά ήρεμη σε σχέση με άλλες περιόδους της ζωής μου· μάζεψα το έκζεμα, το βιβλιάριο και τις εξετάσεις κι εξαφανίστηκα, έχοντας τουλάχιστον αποκομίσει την πολύτιμη γνώση ότι δεν έχω στίγμα, τοξόπλασμα, μπέρι-μπέρι και μερικά ακόμα αδιευκρίνιστα πράματα.
Δράματος συνέχεια: Από τη στιγμή που έλαβα το (περιπαικτικό, έστω) οκέι της επιστήμης, άρχισε αυτόματα η περίοδος της κατά φαντασίαν εγκυμοσύνης. Έκοψα τα πέντε τσιγάρα που καπνίζω τη μέρα, τον καφέ, το αλκοόλ, τα σουβλάκια, τα σάντουιτς απ’ έξω, το βερνίκι νυχιών και το άζαξ για τα τζάμια (το τελευταίο το αντικατέστησα με το πολύ αποτελεσματικότερο ομολογουμένως, και επίσης οικολογικότατο, βρεγμένο πανάκι μικροϊνών –για τα υπόλοιπα, δυστυχώς, δεν κατάφερα να ανακαλύψω υποκατάστατο), διότι σκεφτείτε, ας πούμε, να ήμουν επτά ωρών, ή δύο ημερών, έγκυος, και να έπινα νεσκαφέ και να πείραζε η καφεΐνη το μπεμπέ, ή να κολλούσα τοξόπλασμα από άπλυτο μαρούλι, και τα λοιπά και τα λοιπά. Επίσης, με έπιασε φοβία με τη μηχανή (γιατί σκέψου να ήμουν έγκυος από το προηγούμενο βράδυ και να πέφταμε σε λακούβα και να πείραζε ο κραδασμός το μπεμπέ), τη γυμναστική (γιατί πού ξέρω αν κάνει να βαράω πουσάπς αν είμαι έγκυος από το περασμένο Σάββατο) και τον κουβά της σφουγγαρίστρας (γιατί μου πέφτει η μέση να τον σηκώσω και σκέψου να βλάψω το έμβρυο). Όπως πολύ σωστά έχετε ήδη υποθέσει, η εν λόγω κατάσταση είχε ως αποτέλεσμα α) να μου γίνουν τα νεύρα κρόσσια, β) να πειστεί όλος μου ο περίγυρος ότι είμαι ήδη έγκυος και τους λέω ψέματα, γιατί αποκλείεται να έκανα τέτοια παρανοϊκά πράγματα εκ των προτέρων, γ) να καταφέρω να πάθω, τον πρώτο μήνα, ένα πρώτης τάξεως ανεμογκάστρι, με συμπτώματα που είκοσι εννιά κατασκευαστές πλυντηρίων (μεταξύ των οποίων μαμάδες, θειάδες, πεθερές, γιαγιάδες και ο ζαχαροπλάστης της γειτονιάς, στον οποίο έτρεχε το μωρό νυχτιάτικα για παρφέ παγωτό) αξιολόγησαν με πλήρη βεβαιότητα ως ενδεικτικά εγκυμοσύνης, και να φάω εν τέλει την ψυχρολουσία διαπιστώνοντας ότι ουδόλως ήμουν έγκυος (για να το διαπιστώσω έτρεχα σαν την τρελή και στήθηκα μία ώρα ουρά στο μοναδικό εφημερεύον φαρμακείο σε μέρα απεργίας των φαρμακοποιών για να αγοράσω κλίαρ μπλου· ο δε δύσμοιρος φαρμακοποιός, αν κρίνω από το συμπονετικό βλέμμα που μου έριξε, θα νόμιζε μάλλον ότι ήμουν κανένα φρικαρισμένο δεκαεπτάχρονο που ετοιμαζόταν να πηδήξει από τον έβδομο αν όντως διαπίστωνε εγκυμοσύνη).
Ο δεύτερος μήνας πέρασε με ανάλογους (αν και λίγο πιο προσγειωμένους, ευτυχώς) ρυθμούς. Στον τρίτο (και τρέχοντα) κούνησα το κεφάλι μου, συνήλθα, και αποφάσισα να ακολουθήσω τη συμβουλή που μου έδωσαν και οι είκοσι εννιά κατασκευαστές πλυντηρίων (μεταξύ των οποίων μαμάδες, θειάδες, πεθερές, γιαγιάδες, ο ζαχαροπλάστης της γειτονιάς, η κυρία από πάνω, η σύζυγος του φαρμακοποιού και ο γυναικολόγος), δηλαδή να επιστρέψω στα φυσιολογικά μου (εφόσον αυτά δεν περιλαμβάνουν χρήση κρακ, ας πούμε, ή ηρωίνης) και να αρχίσω να ασχολούμαι με το θέμα όταν ο Διάδοχος μας τιμήσει με την έλευσή του. Και το έκανα. *ανάβει τσιγάρο*
Αυτά τα ολίγα περί αναπαραγωγής. Κατά τα άλλα, την παρούσα φάση στοιχειοθετούν διάφορα άλλα παλαβά, όπως ότι με βάρεσε, προφανώς, η άνοιξη (λες και άλλες χρονιές δεν είχε άνοιξη) και μου την έδωσε, ξαφνικά, ότι δεν έχω, λέει, τίποτα χρωματιστό (μπρρρ) στη ντουλάπα μου, και αγόρασα ένα φλούο γαλάζιο φουλάρι με λουλουδάκια, που το μωρό το είδε και γούρλωσε τα μάτια του ρωτώντας τι έκανα στη γυναίκα του, εγώ ουδόλως πτοήθηκα και το φόρεσα στο γραφείο σε ένα υπέροχο, διακριτικότατο τεράστιο φιόγκο στο λαιμό, για να κατουρηθούν όλοι στα γέλια και να δηλώσει η θεά συνάδελφος (επηρεασμένη από το επικείμενο πάσχα, προφανώς) ότι είμαι σαν πολύ χαριτωμένη πάπια και να με δουλεύουν επί δύο εικοσιτετράωρα· επίσης μία φούξια μπλούζα (που το μωρό δε βρήκε το κουράγιο να σχολιάσει), και ένα ζευγάρι κόκκινες γόβες –συνεπώς είναι πλέον επιστημονικά αποδεδειγμένο ότι βαίνω προς πλήρη κρίση προσωπικότητας, και έχω το ακαταλόγιστο για ο,τιδήποτε φορέσω, καθώς και για ό,τι τυχόν διαβάσετε στο παρόν ιστολόγιο, κατά την προσεχή περίοδο.
Και πήρα όρκο ότι δεν θα ξανασκεφτώ το μελλοντο-μπεμπέ προτού γίνει όντως μπεμπέ, και ότι γενικότερα θα κατεβάσω λίγο τους διακόπτες πριν καεί καμιά ασφάλεια και τρέχουμε. Η χρωματοθεραπεία, πάντως, παίζει να πιάνει, γιατί το έκζεμα σαν με με ξέχασε τις τελευταίες βδομάδες.