Κυριακή 30 Νοεμβρίου 2008

Βενετία

Εντάξει, το παραδέχομαι, είμαι επιεικώς ασυγχώρητη: είχα τάξει ποστ για τις γόνδολες και σας συνέδεσα με Κάιρο κοντά ένα μήνα τώρα… Το γιατί δεν είναι του παρόντος να σας το αναλύσω, ας πούμε πως πέσανε ζόρια γενικότερα, αναχωρήσεις, αλλαγές, διάφορες μαλακίες, χρειάστηκε ένας άλφα χρόνος προσαρμογής. Όχι πως προσαρμόστηκα, δηλαδή. Απλώς, καταστάλαξα πως το πρόγραμμα “δεν τρώω-ακούω Amanda- κοιμάμαι δεκατέσσερις ώρες την ημέρα” δεν θα βελτίωνε την κατάσταση, τη δικιά μου ή κανενός άλλου, κι επέστρεψα θέλοντας και μη στα καθημερινά μου. Λιγάκι μουδιασμένη, αλλά σε κάθε περίπτωση ζωντανή.

Λοιπόν, κομμένα τα υπαρξιακά μου. Ώρα να σας πω τα περί Venezia –ό,τι μου έρχεται, τέλος πάντων, αυτή τη στιγμή από το ταξίδι.

Θα ξεκινήσω με τα στραβά και ευτράπελα, μπας και γελάσετε λιγάκι. Γιατί μπορεί γενικά το ταξίδι μας να ήταν μια μαγεία, αλλά ο άγιος Αρτέμιος (τον ξεχάσατε αυτόν;) φαίνεται πως μου τη φύλαγε για όσα του ’σουρα πριν φύγω… Οι εκδικητικές του τάσεις άφησαν ευτυχώς ήσυχο τον κινητήρα του αεροπλάνου, επηρέασαν όμως προφανώς κάποιον υπάλληλο του αεροδρομίου, που παραβίασε τη βαλίτσα μας και έκλεψε τι; Όχι, πείτε, τι; Τα τσιγάρα μας! Και στ’ αρχίδια μου τα 20 ευρώ, αλλά καπνίζουμε βλέπετε κι οι δυο ελληνική μάρκα και δεν αντέχουμε τους ξένους καπνούς. Διαπίστωσα την έλλειψη τη δεύτερη μέρα –και όλο το υπόλοιπο ξενοδοχείο μαζί μου, υποθέτω, που άκουσε τα καντήλια που έριχνα, αρχικά στα ελληνικά (διαμαρτυρόμενη στον άντρα μου για την τύχη μας), κατόπιν στα αγγλικά (διαμαρτυρόμενη στον έντρομο ρεσεψιονίστ για τους άθλιους αλήτες του αεροδρομίου), και τελικά σε αυτοσχέδια ιταλικά (προς τους παρευρισκόμενους Ιταλούς που προσπαθούσαν να καταλάβουν γιατί ουρλιάζω). Τέλος πάντων, επιβιώσαμε με κάτι αισχρά Stuyvesant, σκεφτείτε πως έξι μέρες δύο άτομα κάναμε με το ζόρι δύο πακέτα, αλλά πάει στο διάολο, περνούσαμε υπέροχα. Τόσο που χάρισα τη ζωή στο ρεσεψιονίστ-αντιπαθητικό αντικαπνιστή ο οποίος, αφού ξεπέρασε το σοκ από τις φωνές μου και κατάλαβε τι μας είχε συμβεί, παρατήρησε με μελιστάλαχτη χαιρεκακία πως δεν πειράζει, θα είναι καλύτερο για την υγεία μας…

Πριν το σόου βέβαια με τα κλεμμένα τσιγάρα, είχαμε το άλλο, με το απολεσθέν δεκάευρω. Το εν λόγω σκηνικό διαδραματίστηκε με το που πατήσαμε το πόδι μας Βενετία, στο αεροδρόμιο, και είχε ως εξής: Θέλαμε, τα καημένα, να αγοράσουμε κάρτα για τοπικό καρτοτηλέφωνο. Βρίσκουμε ένα αυτόματο μηχάνημα, που έπαιρνε χαρτονόμισμα των 10 ή των 20 ευρώ. Βάζουμε μέσα ένα δεκάευρω, και το γαμημένο μηχάνημα αρχίζει να αναβοσβήνει πως δεν διαθέτει κάρτες των 10 ευρώ, παρακαλούμαστε να βάλουμε άλλα 10. Το θέμα είναι πως άλλο δεκάευρω δεν είχαμε, οπότε αρχίσαμε να ψάχνουμε το κουμπάκι που θα μας επέστρεφε, όπως είναι λογικό, τα 10 ευρώ που βάλαμε. Quess what, τέτοιο κουμπάκι δεν είχε! Όπως καταλαβαίνετε, μου γυάλισε το μάτι, όχι για τα 10 ευρώ αλλά για τη μαλακία του πράγματος. Ο καημένος ο άντρας μου λέει άσ’το να πάει στο διάολο, εγώ πεισμώνω και του λέω όχι βρες έναν υπάλληλο (ιταλομαθής αυτός, βλέπετε) να ρωτήσεις. Με αφήνει, λοιπόν, μπροστά στο μηχάνημα παρέα με τη βαλίτσα μας, ρωτάει έναν υπάλληλο, του λέει από κει πηγαίνετε, και πάει. Περνάνε πέντε λεπτά, δέκα λεπτά, ένα τέταρτο, ο άντρας μου άφαντος, εγώ έχω αρχίσει να φρικάρω, χτυπάει το κινητό μου επιτέλους και είναι εκείνος, μου λέει έλα είμαι στην παραπέρα αίθουσα και δεν με αφήνουν να ξαναμπώ στις αφίξεις! Το πάρτυ, τώρα, ήταν ότι εγώ δεν μπορούσα με την καμία να μετακινήσω τη βαλίτσα που, ροδάκια-ξεροδάκια, ζύγιζε τα μισά μου κιλά τουλάχιστον. Ν’ ακούω τον δικό μου από το τηλέφωνο να φωνάζει στον υπάλληλο «μα είναι μέσα η γυναίκα μου και η βαλίτσα μου!» (τόσα ιταλικά τα πιάνω), να ουρλιάζω εγώ «πες στο μαλάκα ή να σε βάλει μέσα ή να ’ρθει να μου κουβαλήσει τη βαλίτσα», ως συνήθως γίναμε θέαμα. Τελικά ουδείς συγκινήθηκε από το δράμα μας, κι αναγκάστηκα όχι μόνο ν΄αφήσω το δεκάευρω στο ληστρικό μηχάνημα, αλλά και να εξευτελιστώ δημόσια σπρώχνοντας, σέρνοντας και κλωτσώντας σχεδόν την ασήκωτη βαλίτσα μέχρι την άλλη αίθουσα, σταματώντας ανά ένα μέτρο για να λαχανιάσω, να ξελαχανιάσω και να βρίσω τους πούστηδες τους Ιταλούς, τα αεροδρόμια, τις τηλεκάρτες, τα δεκάευρα, την τύχη μου και, πρωτίστως, τα όπου γης καταραμένα αυτόματα μηχάνηματα.

Για να κλείσω με τις αναποδιές, αναφέρω συνοπτικά πως παραλίγο να πέσω, το ζώον, μέσα σε ένα κανάλι –και ΟΧΙ, αυτό δεν θα ήταν καθόλου αστείο. Σε περίπτωση που αναρωτιέστε πώς τα κατάφερα, βάλτε με το νου σας τι θα έκανε ένα βλαμμένο τριών χρονών και θα καταλάβετε: βλέπουμε ένα ωραίο σπιτάκι απέναντι, θέλουμε να το φωτογραφίσουμε, και ξεκινάμε μέσα στην τρελή χαρά να κατεβούμε φουριόζοι τα σκαλάκια που οδηγούν στο νερό για να έχουμε καλύτερη θέα. Ότι τα σκαλάκια έχουν δύο δάχτυλα βρύα και γλίτσα πάνω, ούτε το σκεφτόμαστε, ούτε το βλέπουμε. Ας είναι καλά ο ήρωάς μου που πρόλαβε και με βούτηξε, από τα μαλλιά σχεδόν, και ήταν και τόσο καλός που κρατήθηκε και δεν με έσπασε στο ξύλο μετά (στη θέση του, θα το είχα κάνει να ξεθυμάνω).

Μην ξεχάσω βέβαια να σας πω πως, εκτός της τρομάρας με την παρ’ ολίγον μοιραία μου βουτιά στο κανάλι, πέρασα και τη φρίκη της ζωής μου στα αεροπλάνα, τα οποία τα τρέμω. Στην πρώτη απογείωση μάλιστα κόντεψα να πάθω αποπληξία, και σχεδόν εξάρθρωσα από το σφίξιμο το χέρι του καλού μου, ο οποίος προσπαθούσε, φιλότιμα ομολογουμένως, να μου αποσπάσει την προσοχή πετάγοντας ατάκες του τύπου «αγάπη μου, είμαι gay», «έχω ένα παιδί από προηγούμενη σχέση», «τα ’χω με την αδερφή σου» κλπ κλπ. Εμένα βέβαια ποσώς μ’ ενδιέφεραν εκείνη την ώρα όλα αυτά. Ιδίως όταν ένιωσα το αεροπλάνο να γέρνει στο πλάι (έκανε στροφή για να πάρει πορεία, όπως μου εξήγησαν μετά), είχα παγώσει στο κάθισμα με διεσταλμένες κόρες και επαναλάμβανα «πέφτει, το ήξερα εγώ, πέφτει»…

Κατά τα άλλα, ήταν όλα υπέροχα. Εγώ χάζεψα στην κυριολεξία με τα κανάλια, τα γεφυράκια, τα παλιά σπίτια, τις μάσκες και τις κούκλες. Σκεφτείτε πως τις δύο πρώτες ημέρες καταφέραμε να γυρίσουμε ΟΛΗ τη Βενετία (πλην των νησιών) με τα πόδια. Κυριολεκτικά μου πείραξε τα μυαλά το μέρος –είχα αρχίσει να νιώθω λιγάκι αλλόκοτα, σαν να είχα εγκλωβιστεί μέσα σε κομεντί ένα πράγμα. Το προσπάθησε βέβαια και ο άντρας μου που με πήγε με κλειστά μάτια στην πλατεία του Αγίου Μάρκου και μου έπεσε το σαγόνι. βοήθησε και ο πλανόδιος βιολιστής στη στοά. και η μέτρια συννεφιά που ταίριαζε τόσο με τα χρώματα. και τα κόκκινα αναρριχητικά παντού. και, και, και…

Ήταν ίσως λιγάκι υπερβολικό να περπατάμε δέκα ώρες τη μέρα συνεχόμενα, αλλά τι να κάνω, ήταν τόσο ρομαντικά! Το ρομάντζο στο περπάτημα μάς έμεινε, βέβαια, γιατί γυρνούσαμε στο ξενοδοχείο τόσο τέζα που σχεδόν κοιμόμασταν με τα ρούχα, αλλά χαλάλι. Εγώ ευχαρίστως θα γύριζα στον ίδιο ρυθμό και τις υπόλοιπες μέρες, δεν το χόρταινα το μέρος (ούτε τις πίτσες, εννοείται, ούτε τα ζυμαρικά με θαλασσινά ή προσούτο, ούτε τις πανακότες, ούτε τα παγωτά, ευτυχώς που έχω καλό μεταβολισμό δηλαδή), αλλά ο καημένος ο άντρας μου έφριξε απ’ το πολύ περπάτα, πάτησε πόδι πως δεν θ’ αφήσει αυτός τα κόκαλά του στα βενετσιάνικα σοκάκια επειδή εγώ είμαι τρελή κι έχω καταπιεί τη ντούρασελ, και με πήγε τις υπόλοιπες μέρες Τρεβίζο και Βερόνα όπου, όπως σωστά είχε υπολογίσει, σήκωσα μεν τα μαγαζιά (τι φταίω εγώ που είχε παντού υπέροχα παπούτσια και θεϊκές φούστες, ε, τι φταίω;) αλλά περπατήσαμε σαφώς λιγότερο.

Στη Βερόνα, ασφαλώς, κάναμε και όλα τα σχετικά σαχλορομαντικά: πήγαμε στο σπίτι της Ιουλιέτας, γράψαμε τα ονόματά μας στο διάδρομο (άλλο σόου αυτό, ο καλός μου σκαρφαλωμένος σαν τον Ταρζάν πάνω στην καγκελόπορτα για να βρει χώρο να γράψει), μέχρι μπρελόκ καρδούλες Romeo&Juliet αγοράσαμε (εντάξει, κράξτε με, το αξίζω) για το σπίτι που θ’ ανοίξουμε του χρόνου… Κανονικό παραλήρημα, δηλαδή, αν σκεφτείτε πως υπό νορμάλ συνθήκες το ίνδαλμά μου είναι αυτή στο ανέκδοτο που της λέει ο τύπος «αγάπη μου, κοίτα πόσα αστέρια στον ουρανό» κι αυτή του απαντάει «όντως, της πουτάνας γίνεται».

Το ότι το ταξίδι με χάζεψε, εξάλλου, αποδεικνύεται περίτρανα από το γεγονός ότι επιβίωσα θαυμάσια έξι ολόκληρες ημέρες χωρίς Iggy, ακούγοντας από παντού βιολιά και όπερες. Παραλίγο θα έτρωγα στη μάπα και κονσέρτο Vivaldi (λύσσαξε το μωρό μου να πάμε, ακολούθησε ο αναμενόμενος παρανοϊκός διάλογος «έλεος, ούτε ο Molko λάιβ να ήταν», «άθλια ακουλτούριαστη ιερόσυλη!», «καμένε ξενέρωτε», «καλά πάμε για παγωτό», «σ’ αγαπώ»), αλλά ευτυχώς για μένα τελείωνε πολύ αργά και θα είχαμε πρόβλημα επιστροφής (μέναμε στο κοντά στο Mestre, ένα 40λεπτο με τη συγκοινωνία από τη Βενετία), οπότε τη γλίτωσα.

Τη μεγαλύτερη πλάκα, πάντως, τη σπάσαμε με τους ντόπιους και την ασύλληπτη γλωσσομάθειά τους. Διακρίναμε τέσσερις κατηγορίες αγγλομαθών Ιταλών, ανάλογα με την αντίδρασή τους στην κρίσιμη ερώτηση do you speak English?. Κατηγορία πρώτη: δεν καταλαβαίνουν καν τι ρώτησες, και είτε σε αγνοούν είτε συνεχίζουν απτόητοι την πάρλα στα ιταλικά. Κατηγορία δεύτερη: σου απαντούν (στα ιταλικά) «λίγο», μόνο και μόνο για να διαπιστώσεις ότι καταλαβαίνουν μόνο το yes και το no κι αυτά με το ζόρι. Τρίτη κατηγορία: σου απαντούν yes, και προσπαθούν να συνεννοηθούν με γνώσεις A junior, φτιάχνοντας προτάσεις με μισό ρήμα, κανένα υποκείμενο και συμπληρώνοντας τα υπόλοιπα με έξαλλες χειρονομίες . Τέταρτη και χειρότερη κατηγορία: σου απαντούν με στόμφο but of course, κι αρχίζουν να μιλάνε σε μία ακατάληπτη διάλεκτο, που υποθέτω πως ήταν αγγλικά με ιταλική προφορά, ανάμεικτα με ιταλικά, και λίγα γαλλικά ενίοτε, έτσι για να σου δείξουν πως έχουν ένα εύρος γνώσεων οι άνθρωποι… Έφριξα κι εγώ η γυναίκα από ένα σημείο και μετά και το έπαιζα μουγκή, αφήνοντας τον καλό μου να συνεννοείται στα ιταλικά να ξεμπερδεύουμε.

Απαπα, μονότερμα σας έχω πάρει… Κι επειδή την ατμόσφαιρα ούτως ή άλλως αδυνατώ να σας την περιγράψω (όσοι έχετε πάει, καταλαβαίνετε), πάρτε μερικές φωτογραφίες μπόνους.