Πέμπτη 31 Ιουλίου 2008

μελτέμια

Στα νησιά, με τα μελτέμια, κάπνιζα περισσότερο. Τα δυο τσιγάρα γίνονταν πέντε, τα πέντε δέκα, κάποτε δώδεκα. Ήτανε, βέβαια, περιπέτεια ολόκληρη ν’ ανάψεις –ζοριζόμουν μα τα κατάφερνα, όπως κατάφερνα να σε κοιτάω χωρίς να κλαίω, εδώ και χρόνια, κι ας είχα πλήρη συνείδηση της καταστροφής. Ενίοτε με βοηθούσες, με το τσιγάρο λέω, στα πολύ ζόρικα, όταν ο αέρας σάρωνε θορυβωδώς άμμους κι ενδεχόμενα. τότε μονάχα, έχωνες το κεφάλι μέσα στο φανελάκι ξεχειλώνοντας τη λαιμόκοψη κι άναβες το σπίρτο, ανάμεσα στέρνο και λευκό ύφασμα, αθέατος πίσω από το μακό τραβούσες την πρώτη τζούρα, ίσα που μάντευα τη μυρωδιά απ’ το θειάφι κι ήσουν πάλι εκεί, μπροστά μου, να μου πασάρεις το αναμμένο τσιγάρο μάγος, θριαμβευτής, εγώ ν’ αναρωτιέμαι φωναχτά πώς διάβολο το κάνεις. Το ’παιρνα βιαστικά, σαφώς ευγνώμων μα μοιραία ηττημένη, κάπως σαν να δεχόμουν ελεημοσύνη, κι ας το ’ξερα πως δεν σου ’κανε κόπο, πως πιθανόν το διασκέδαζες, σαν όλα τα χάδια που ένιωθα πως κατά βάθος δεν μου ανήκουν, πως από σπόντα μονάχα βρισκόμουν εκεί, τυχαίος αποδέκτης, πως θα μπορούσα κάλλιστα να εκλείψω δίχως να ταράξω το τοπίο –είσαι εξαιρετική όταν τρέμεις, μου έλεγες, μα ήσουν λάθος, εγώ δεν έτρεμα, ήταν μονάχα το μέσα μου που κατέρρεε τμηματικώς. Πάντως συμβιβαζόμουν, και στις δύο περιπτώσεις, μπορεί και κατά βάθος να μου άρεσε, έτσι μοιραία που άφηνες το στίγμα σου στις στιγμές μου, τρομακτικές ως αμοντάριστη κινηματογραφική απόγνωση. Κι ένιωθα πιο λειψή ακόμη, οκλαδόν καθισμένη στην παραλία, μετρώντας δανεικές τις επίφοβες εισπνοές μου, μία προς μία, τρίβοντας νευρικά τ’ αλάτια στους αστραγάλους μου, νόμιζα ξαφνικά πως μ’ έζωναν τα διάσπαρτα μικρά κοχύλια. Τέσσερις, πέντε, έχανα το μέτρημα, το τσιγάρο μου σωνόταν σε χρόνο ρεκόρ (έφταιγε που φυσούσε, το ’ξερα, μα πάντα μ’ έπιανε το ίδιο παράπονο, σαν κάθε φορά που πρόωρα μ’ εγκατέλειπαν, με αγωνία ρουφούσα τη γόπα ώσπου η αηδία να γίνει αβάστακτη, παυσίπονη πίκρα, αλήθεια δεν εξακρίβωσα ποτέ τον ορθό χρόνο της εγκατάλειψης). Μα δεν ήταν γι’ αυτό που κάπνιζα το διπλό και παραπάνω, ήταν που δεν υπήρχε καπνός να επικυρώσει την ενέργεια. Εξέπνεα ματαίως, θνησιγενή τ’ ανοδικά μου δαχτυλίδια, ο αέρας εξαφάνιζε τις αποδείξεις μου, ακύρωνε το παρελθόν της εισπνοής, είναι άδικο, έτρεμα πάλι, μπερδευόμουν, εισέπνευσα ποτέ ή όχι, τα κοχύλια σέρνονταν στα μπούτια μου σαν έντομα, τα τίναζα μα ξανανέβαιναν, εσύ γελούσες, κι είχες πάλι το μακό στο πρόσωπό σου, μάντευα τη σπίθα στο στήθος σου, τρόμαζα μη λαμπαδιάσεις σαν τους αγίους, δεν σ’ έβλεπα, άκουγα μόνο το γέλιο, και δίσταζα ν’ απλώσω το χέρι να σ’ αγγίξω μην και δεν ήσουν από πίσω. Προτιμούσα να μην ξέρω, αν ήσουν δηλαδή εκεί με σάρκα και οστά ή αν εγώ επέμενα να σ’ εφευρίσκω, εξάλλου ήμουν τόσο μα τόσο ανυπεράσπιστη, οι στίχοι μου φάνταζαν εντελώς περιττοί μπροστά στο είδωλό σου, κάθε φορά που σε κοιτούσα να πλένεσαι στον καθρέφτη έσκιζα κι από μια σελίδα, κι ο διάδρομος ήταν πάντοτε γεμάτος χαρτιά. Ασφαλώς μετά από τόσα καλοκαίρια κατάλαβα πια, το μελτέμι ήταν μονάχα μια βολική σκηνοθεσία, να μην προσέχω που στην πραγματικότητα ο καπνός ουδέποτε εξερχόταν, συσσωρευόταν στα πνευμόνια μου τσιγάρο το τσιγάρο, νησί το νησί, να με πικραίνει αναδρομικά σαν μασημένο χάπι τους χειμώνες, να πλημμυρίζει θάλασσα το δωμάτιο όταν κοιμάσαι με γυρισμένη την πλάτη. Ν’ ακούω τα κοχύλια να σέρνονται στο χαλί.

Τετάρτη 30 Ιουλίου 2008

Κυριακή 27 Ιουλίου 2008

summer personality crisis



Ένα καλοκαιρινό σύμπτωμα που με κάνει να απορώ είναι η κρίση προσωπικότητας που πιάνει μερικούς-μερικούς έτσι και χτυπήσει το καμπανάκι των διακοπών. Τι κρίση προσωπικότητας, δηλαδή, συνήθως μιλάμε για πραγματική μετάλλαξη: φεύγεις πχ η φυσιολογική Μαιρούλα από το λιμάνι του Πειραιά, και πατάς το ποδαράκι σου στη Σκιάθο μεταμορφωμένη κιόλας σε κάποια άλλη, άγνωστη ύπαρξη. Τόσο διαφορετική, που είναι ζήτημα αν θα σε αναγνώριζε ακόμη και η ίδια η μανούλα σου…

Εντάξει, δε λέω, όλοι είμαστε κάπως κατά τη διάρκεια των διακοπών –πιο χαλαροί, πιο αστείοι, πιο κάφροι ίσως. Αυτό άλλωστε είναι και το όλο νόημα, να ξεφύγεις λιγάκι από τη ρουτίνα και τον καθημερινό σου εαυτό. Κάτι παραπάνω θα φας, θα πιεις ή θα καπνίσεις. κάτι λιγότερο θα φορέσεις χωρίς να σε πολυνοιάζει. κάπως περισσότερο θα σαχλαμαρίσεις δεξιά κι αριστερά. Πάσο. Από κει όμως, μέχρι την πλήρη ανατροπή του όποιου πολιτισμικού σου υποβάθρου, η απόσταση είναι νομίζω τεράστια.

Κανείς δεν θα με πείσει, επί παραδείγματι, ότι υπάρχει γυναίκα που όντως απεχθάνεται το cosmopolitan ή την espresso, και αιφνιδίως στις διακοπές όχι μόνο της φεύγει το αίσθημα ναυτίας στη θέα τους αλλά, απεναντίας, τα μελετά με πλήρη προσήλωση καθημερινά στην παραλία, σπεύδοντας να δηλώσει με κάθε ευκαιρία «καλέ εγώ δε διαβάζω ποτέ τέτοιες βλακείες αλλά να, θέλω κάτι να χαζέψω». Χρυσό μου κοριτσάκι, και για το χάζεμα υπάρχουν διαβαθμίσεις –πάρε αστερίξ, πάρε σταυρόλεξο ή κάποιο άλλο περιοδικό έντυπο! Και μη μου πεις ότι δεν βρήκες, διότι αν στο κωλονήσι στο οποίο προσγειώθηκες φθάνει το cosmopolitan, στάνταρ θα φθάνει και το σταυρόλεξο. Οπότε, άμα το διαβάζεις το ρημάδι, ευχαριστήσου το τουλάχιστον και μην προσπαθείς να μας πείσεις ότι συνήθως ξεφυλλίζεις με τον καφέ σου συγγράμματα βυζαντινολογίας. Εκτός κι αν έχεις πάθει ηλίαση από το πολύ τάβλιασμα στην άμμο το καταμεσήμερο και έχεις το ακαταλόγιστο.

Παρομοίως, αδυνατώ να πιστέψω πως υπάρχει κανείς που ακούει φανατικά και μόνο Μπετόβεν αλλά με το που τον χτυπάει το πρώτο μελτέμι σεληνιάζεται και κοπανιέται με σκυλολαϊκά. Ή που τα γουστάρεις γενικότερα και ξεφαντώνεις με αυτά, έστω πού και πού (γούστο σου και καπέλο σου στην τελική), ή που δεν τα αντέχεις. Και μη μου πείτε ότι μετά από δύο-τρία ποτάκια «έρχεσαι μωρέ στο κέφι», διότι κι εγώ τα κοπανάω (και άγρια μάλιστα) αλλά ακόμη και στο προστάδιο του εμετού τα όποια γαβγίσματα τα ξεχωρίζω. Και ΔΕΝ ανεβαίνω στη μπάρα να τα χορέψω. Φεύγω.

Υπάρχει βέβαια και η άλλη κατηγορία, σαφώς γελοιωδέστερη της πρώτης. Η κατηγορία του «κουλτουριάρη» που αδυνατεί να καταλάβει ότι οι διακοπές είναι για να χαλαρώνει ο κόσμος ρίχνοντας καμιά βουτιά, κι επιμένει να διατυμπανίζει το υψηλότατο πνευματικό του επίπεδο πρήζοντας τ’ αρχίδια των δυστυχισμένων που έχουν την ατυχία να βρίσκονται παραδίπλα. Η κατάσταση επιδεινώνεται, δε, αν ο εν λόγω «κουλτουριάρης» βρει μερικούς ακόμη που ηδονίζονται με το σπορ «διαφήμιση κουλτούρας σε παντελώς ακατάλληλες στιγμές» και κάνουνε κόμμα. Τότε μιλάμε για πραγματική κωμωδία.

Κάτι τέτοιους τους διακρίνεις από χιλιόμετρα. Έχουν σκάσει στο κάμπινγκ, ας πούμε, με εφτά τόνους βιβλία, τα οποία απορείς πώς στο διάβολο τα κουβάλησαν μέσα στο back-pack, ανάμεσα στο γκαζάκι και τις κιλότες. Ασφαλώς δεν μιλάμε για κανένα μυθιστορηματάκι αλλά για βαριά αναγνώσματα, από Ντοστογιέφσκι μέχρι το κεφάλαιο του Μαρξ. Κουβαλάνε δυο-τρία από αυτά με την τσίμπλα στο μάτι στην καφετέρια, όχι βέβαια για να τα διαβάσουν (ζήτημα είναι αν θα τους πετύχεις να τα ξεφυλλίζουν για πέντε λεπτά το πολύ στην παραλία, μεταξύ ρακέτας και φρέντο) αλλά για να τα στοιβάξουν χαριτωμένα στην άκρη του τραπεζιού, με τον τίτλο φυσικά σε πλήρη θέα. Αν βρεθεί κανένας ηλίθιος και τσιμπήσει σχολιάζοντας τους αραδιασμένους τόμους, αρχίζουν να του αναλύουν πως τους ήταν αδύνατον να επιβιώσουν πέντε μέρες στο νησί άνευ Ντοστογιέφσκι, διότι λατρεύουν τη λογοτεχνία κλπ κλπ. Με λίγη κακή τύχη, εντός πεντάλεπτου θα έχει σχηματιστεί μια μικρή ομάδα από καμένους που θα συζητάνε φωναχτά (ώστε να ακούνε πεντακάθαρα όλα τα γύρω τραπέζια) για τα ποιητικά σχήματα του Ελύτη. Μετά θα περάσουν στον Κιζλόφσκι (εννοείται είναι και σινεφίλ) με ξεχωριστή ανάλυση κάθε χρώματος ταινίας, θα φτάσουν στάνταρ σε κανέναν Μπακούνιν (μην ξεχνιόμαστε) και γενικά θα καταφέρουν, αν δεν φύγεις εγκαίρως από το χώρο, να σου κάτσει η φραπεδιά στο λαιμό και όλη η καλοκαιρινή ανεμελιά σου να πάει περίπατο.

Και για να γίνω ακόμη πιο κακιά, να προσθέσω ότι κάτι τέτοια τυπάκια αυτοδιαφημίζονται μεν ως διανοούμενοι εντυπωσιάζοντας μερικά βλαμμένα τριγύρω, αλλά αν τύχει να είσαι λίγο σχετικός σου έρχεται, ακούγοντάς τους, να κοπανήσεις το κεφάλι σου στο τραπέζι από τα γέλια. Γιατί να το καταλάβω αν διάβασες Kafka στα 13 σου να το περηφανεύεσαι, αλλά 25 χρονών μαντράχαλος με πτυχίο θεωρητικής σχολής, συγγνώμη που σου χαλάω το όνειρο, αλλά θεωρείται δεδομένο ότι τον έχεις διαβάσει! «Παιδιά είναι ένα καταπληκτικόοοο βιβλίο, ξυπνάει ο τύπος και έχει γίνει κατσαρίδα!» (σε στυλ διήγησης του σεναρίου του σταρ τρεκ), και η αδαής ομήγυρη τριγύρω ανοίγει εντυπωσιασμένη το στόμα «Ουάου!!!Και πώς το λένε είπες το βιβλίο;». Μετά σου πετάγεται η άλλη, που διαβάζει πάρα πολύ ποίηση, από την κούνια της ας πούμε, και σου λέει λες και ανακάλυψε καινούρια ήπειρο «α, ο Καββαδίας είναι εξαιρετικός!». (Και ξανά συγγνώμη που σου χαλάω τη φαντασίωση της υπερκουλτουριάρας γκόμενας, αλλά η προσωπική μου εμπειρία λέει ότι όσα παιδάκια είχαμε το μικρόβιο και διαβάζαμε, τα άπαντα του Καββαδία τα τελειώσαμε στο γυμνάσιο το πολύ.) Και συνεχίζει ανελέητη: «Η αγαπημένη μου συλλογή είναι το…πώς το λένε; Α ναι, το…Μαραμπού. Μόνο που δεν ξέρω τι είναι αυτό, ξέρει ρε παιδιά κανείς;».

Σε αυτή τη φάση περίπου είναι που σου έρχεται να της φωνάξεις από το διπλανό σου τραπεζάκι (όπου ακόμη προσπαθείς ο έρμος να πιεις το καφεδάκι σου πριν φύγεις για την παραλία) «άνοιξε μωρή την εγκυκλοπαίδεια στα διαλείμματα του Κιζλόφσκι να δεις τι είναι το μαραμπού» και να της ρίξεις μαζί κι ένα φάσκελο να το ’φχαριστηθείς, ή έστω τέλος πάντων να της φωνάξεις να σκάσει, αλλά σέβεσαι την ανατροφή σου και δεν το κάνεις. Σου μπαίνει δε στο μυαλό το σατανικό δίλημμα: να χωθείς τεχνηέντως στην κουβέντα και να τους ξετινάξεις με μερικά ψαγμένα να το βουλώσουν, όσο ο άντρας σου θα χαχανίζει παρακολουθώντας το σόου από δίπλα, ή αντιθέτως να ανεβάσεις επιδεικτικότατα το ποδαράκι σου στο τραπέζι και να βάφεις τα νύχια σου πετώντας ανά διαστήματα καμιά ατάκα του στυλ «Αλμοδόβαρ; Μάρκα εσωρούχων δεν είναι αυτό;… Μωρό, πιάσε μου το ασετόν!». Μάλλον το δεύτερο, να χαρούν λιγάκι τα καημένα επιβεβαιώνοντας την πολιτισμική τους ανωτερότητα.

Εννοείται πως, τελικά, δεν κάνεις τίποτα από τα δύο. Παίρνεις απλώς την ψαθούλα σου και την κάνεις για την παραλία, καλωδιώνεσαι με το mp3 και βάζεις το καπέλο στα μούτρα σου –ώστε να μην παρανοήσεις τουλάχιστον εντελώς μεταξύ ενοχικού cosmopolitan και καταναγκαστικού Μπακούνιν.

Σάββατο 12 Ιουλίου 2008

Οδηγός camping για αρχάριους


Είστε πωρωμένοι φυσιολάτρες; Αμετανόητοι κάφροι; Τίποτα από τα δύο, απλώς δεν σας βγαίνει το budget για ξενοδοχείο; Σας σέρνει μήπως με το ζόρι η υπόλοιπη παρέα; Για όποιο λόγο κι αν πήρατε τη μεγάλη απόφαση να ξεκινήσετε φέτος για κάμπινγκ, ο Νάρκισσος είναι εδώ για σας. Ως χρόνιος λάτρης της κατασκήνωσης, αποφάσισε να συγκεντρώσει τα βασικά διδάγματα της πείρας του σε έναν ευσύνοπτο οδηγό, ώστε να αποφύγετε εσείς οι αρχάριοι τα τυχόν ατοπήματα και να μην βρεθείτε ποτέ απροετοίμαστοι –ακόμη και στα πιο ζόρικα…

Α. ΤΙ ΝΑ ΜΗΝ ΚΟΥΒΑΛΑΤΕ ΜΑΖΙ ΣΑΣ ΑΔΙΚΩΣ και ΓΙΑΤΙ:

-Εντομοαπωθητικά γαλακτώματα, κεράκια σιτρονέλλας και λοιπές αηδίες: Ματαιότης ματαιοτήτων. Τα κουνούπια στην ύπαιθρο έχουν συνήθως μέγεθος Σινούκ και τερατώδεις αντοχές, και ποσώς θα ενοχληθούν από τέτοιες απέλπιδες προσπάθειες να τα κρατήσετε μακριά. Πάρτε το απλώς απόφαση ότι θα σας κατατσιμπήσουν, και εφοδιαστείτε το πολύ με ένα fenistil gel για τη φαγούρα.

-Γιγαντιαία νεσεσέρ με καλλυντικά, ντεμακιγιάζ κλπ: Τα κραγιόν σας θα λιώσουν από τη ζέστη, οι σκιές σας θα γεμίσουν στην καλύτερη περίπτωση άμμο και στη χειρότερη μυρμήγκια. Αν δεν μπορείτε πάλι να σκοτώσετε την ψωνάρα μέσα σας, πάρτε ένα αδιάβροχο μολύβι ματιών το πολύ. Εξάλλου, είναι άκρως αντικοινωνικό να κλείνετε με τις ώρες το νιπτήρα για να βάλετε ή να βγάλετε το ρίμελ την ώρα που κάποιος δυστυχής συν-κατασκηνωτής σας περιμένει να πλύνει τα δόντια του.

-Πυξίδες, gps, γενικότερα εξωφρενικά γκατζετάκια, τον οδηγό επιβίωσης της SAS, το μαχαίρι του Ράμπο κλπ: Χωρίς να θέλω να σκοτώσω την αίσθηση της μεγάλης περιπέτειας που πιθανόν σας συναρπάζει, συνέλθετε, κάμπινγκ πηγαίνετε και όχι σαφάρι στη ζούγκλα με τον Ιντιάνα Τζόουνς. Ως εκ τούτου, το πιθανότερο είναι ότι δεν θα χρειαστεί να παλέψετε για τη ζωή σας με λεοπαρδάλεις ή κροταλίες, ούτε και να χαράξετε πορεία μέσα στην ομίχλη. Ένας ελβετικός σουγιάς κι ένας φακός για παν ενδεχόμενο φτάνουν και περισσεύουν.

- Δεκαεφτά αντηλιακά κι άλλα τόσα σαμπουάν μην τυχόν και ξεμείνετε: Θα σας πέσει η μέση να τα κουβαλάτε σαν μαλάκες. Χαλαρώστε. Αν σας τελειώσει κάτι, κάπου θα βρείτε ένα μίνι-μάρκετ να το προμηθευτείτε. Αν πάλι έχετε βάλει πλώρη για την απόλυτη ερημιά και θέλετε να το παίξετε ρωβινσώνες κρούσοι, κάντε το τουλάχιστον σωστά και μην πανικοβάλλεστε στην ιδέα να ζήσετε τρεις μέρες χωρίς αποσμητικό μασχάλης.

Β. ΠΟΥ ΝΑ ΣΤΗΣΕΤΕ ΤΗ ΣΚΗΝΗ ΣΑΣ και ΓΙΑΤΙ:

-Όπως και δήποτε, σε κάποια σκιά. Είναι προτιμότερο να σας κουτσουλάνε τα πουλάκια το πρωί από το να ψήνεστε σε 50 βαθμούς κελσίου το μεγαλύτερο μέρος της ημέρας.

-Μακριά από δεκαεξάχρονους κατασκηνωτές που έφυγαν πρώτη φορά μόνοι τους από το σπίτι: Πιστέψτε με, είναι ανεξέλεγκτοι. Μπορεί να κάνουν το ο,τιδήποτε, από το να αλλάζουν επίτηδες έξω από τη σκηνή επιδεικνύοντας το πουλί τους μέχρι να έχουν στο τέρμα το cd-player με judas priest στις τρεις το πρωί. Σίγουρα, δε, θα ακούτε κάθε πρωί εκτενέστατες (και συνήθως φανταστικές) περιγραφές για το πόσες τουρίστριες πήδηξε ο καθένας το προηγούμενο βράδυ στην παραλία.

-Μακριά από νεαρές φεμινίστριες βορειοευρωπαίες: Θα σας κοιτάζουν με οίκτο και αηδία το πρωί που θα φτιάχνετε καφεδάκι στον άντρα σας. Δεν θα διστάσουν, ωστόσο, να τον φωνάξουν έντρομες στη μέση της νύχτας να σκοτώσει τη σιχαμένη ακρίδα που μπήκε στη σκηνή τους απειλώντας τη σωματική τους ακεραιότητα.

-Μακριά από αταίριαστα ζευγαράκια τύπου άφραγκος κάφρος με καθωσπρέπει γκόμενα: Μην ανησυχείτε για το πώς θα τους αναγνωρίσετε, κάνουν κρα από χιλιόμετρα. Η τύπισσα τον μισεί που την έσυρε στο βρωμο-κάμπινγκ αντί για το Ελούντα beach hotel. Καταφθάνει με αέρα Βεατρίκης, κρατώντας μόνο ένα μικροσκοπικό τσαντάκι, και δίνοντας διαταγές στον φορτωμένο σαν γάιδαρο συνοδό της για το πού ακριβώς θα βάλουν τη σκηνή. Θα γκρινιάζει νυχθημερόν με τσιριχτή φωνή για τη σκόνη, τη γύρη που της προκαλεί αλλεργία, τα τακούνια της που στραβοπατήθηκαν, το μανό της που χάλασε και δεν έχει ασετόν κλπ κλπ. Εκείνος, δε, θα ξεσπάει μια στο τόσο διαολοστέλνοντάς την, αν δεν φτάσει στο να τη σφάξει και γίνετε άθελά σας μάρτυρες φονικού.

-Μακριά από μαζόχες νεαρές μαμάδες που αποφάσισαν να έρθουν στο κάμπινγκ με το νεογέννητο αγκαλιά: Θα ξυπνάτε όποτε θα θέλει να θηλάσει το σκασμένο, δηλαδή ανά 4ωρο-5ωρο. Την υπόλοιπη ώρα, θα πρέπει να κάνετε ησυχία για να κοιμηθεί το σκασμένο.

-Μακριά από Γάλλους γενικότερα: Δεν γνωρίζω το γιατί, αλλά η εμπειρική παρατήρηση λέει ότι είναι απλώς ανυπόφοροι.

Γ. ΠΟΤΕ ΝΑ ΤΗΝ ΚΑΝΕΤΕ ΜΕ ΕΛΑΦΡΑ ΠΗΔΗΜΑΤΑΚΙΑ:

-Αν το κάμπινγκ είναι τόσο πήχτρα, που όταν οι διπλανοί σας πηδιούνται τα πόδια της γκόμενας μπαίνουν στη σκηνή σας. Και μπορεί μεν να μην σας χαλάνε τα πόδια της γκόμενας, αλλά αν εισβάλει κατά λάθος και το μαραφέτι του καλού της μπορεί να μην σας αρέσει και τόσο.

-Αν σκάσει μεγάλο γκρουπ Γάλλων ηλικίας 15-25 (βλ. και παραπάνω): Σας προειδοποιώ, θα μαρτυρήσετε. Μάλλον είναι καταπιεσμένα στη χώρα τους, γιατί εδώ αφηνιάζουν. Θα γυρνάνε όλη μέρα κάνοντας απίστευτη φασαρία. Θα μαγειρεύουν ό,τι αηδία λαχανικό μπορείτε να φανταστείτε σε γιγάντια καζάνια τα οποία θα περιφέρουν από τα μαγειρία στις σκηνές και πάλι πίσω μέχρι να σας έρθει εμετός από τις αναθυμιάσεις (χάθηκε ο κόσμος να φάνε στην ταβέρνα;). Θα μπαίνουν ομαδικά για ντους και θα ουρλιάζουν (για άγνωστο λόγο) σαν να τους βιάζουν πεζοναύτες όσο τρέχει το νερό. Θα κάνουν ολόγυμνοι ντους στις εξωτερικές ντουσιέρες και θα τρώτε το πουλί τους στη μάπα. Κυρίως, θα σας πιάνουν την πάρλα στα γαλλικά αδυνατώντας να καταλάβουν ότι δεν γνωρίζετε την γλώσσα. Απαπαπαπα, καλύτερα να γυρίσετε πίσω.

-Αν σκάσει αναρχο-κομμουνιστο-αριστερή οργάνωση με όνομα «αναγεννημένοι κομμουνιστές» ή ο,τιδήποτε παραπλήσιο: Εδώ η λύση είναι μία: Run for your life! Ειδάλλως, δεν υπάρχει σωτηρία. Θα βρεθείτε εγκλωβισμένοι ανάμεσα σε αλαλάζοντες «συντρόφους» που θέλουν να σε κάνουν «σύντροφο» με το ζόρι, κι αν προσπαθήσεις ευγενικά να τους εξηγήσεις ότι δεν ψήνεσαι να ενταχθείς θα σε αντιμετωπίζουν με μίσος σαν να είσαι χιτλερικός (ακόμη κι αν είσαι πιο αριστερός από αυτούς). Βεβαίως η «συντροφικότητά» τους εξαντλείται στην προπαγάνδα –κατά τα άλλα, θα περιφέρονται σε όλους τους κοινόχρηστους χώρους σαν να είναι τσιφλίκι τους (ψυχολογία των μαζών). Θα σε κάνουν να νιώσεις εγκληματίας που θες να πας για μπάνιο τις πέντε γαμημένες μέρες που πήγες διακοπές κι όχι να μείνεις να παρακολουθήσεις τη συζήτησή τους για την παγκοσμιοποίηση. Το πρωί, θα σε ξυπνάνε με το «απ΄την Αντίκερα προβάλλει ο Ζαχαριάς» στη διαπασών. Το βράδυ, θα θέλουν να καβατζώσουν την κιθάρα σου για να παίξει live ο τάδε ατάλαντος σύντροφος το «απ΄την Αντίκερα προβάλλει ο Ζαχαριάς». Το χειρότερο; Θα είσαι υποχρεωμένος να τους ακούς όλη μέρα να χαχανίζουν με τα πλέον ηλίθια ανέκδοτα του στυλ «ήταν κάποτε ένας Γάλλος, ένας Ιταλός κι ένας Έλληνας» σε κατάλληλη αγωνιστική διασκευή «ήταν κάποτε ο Στάλιν, ο Λένιν και ο Τρότσκι». Μπρρρρρρρρ…

Δ. ΜΗΝ ΕΠΙΧΕΙΡΗΣΕΤΕ ΓΙΑ ΚΑΝΕΝΑ ΛΟΓΟ:

-Να μαγειρέψετε στα μαγειρεία του κάμπινγκ: Κάτι θα πάει στραβά στάνταρ και αυτό που θα φτιάξετε δεν θα τρώγεται. Αν θέλετε ντε και καλά να κάνετε οικονομία, επιβιώστε καλύτερα με τυρόπιτες ή πεταλίδες.

-Να κεράσετε Βέλγο ή Γερμανό: Συνήθως, αγνοούν την έννοια. Θα σας πάρει άπειρη ώρα να τους εξηγήσετε τι προσπαθείτε να κάνετε, και αν καταλάβουν τελικά θα σας πάρουν για τρελούς.

-Να παραμείνετε στη σκηνή μετά τις 9 το πολύ το πρωί: θα πεθάνετε από τη ζέστη.

Ε. ΜΗΝ ΞΕΚΙΝΗΣΕΤΕ, ΑΝ ΔΕΝ ΑΝΤΕΧΕΤΕ ΤΗΝ ΙΔΕΑ ΟΤΙ:

-Θα καείτε.

-Θα ξεφλουδίσετε.

-Το μαλλί σας θα γίνει τζίβα.

-Θα πιάσετε φιλίες με διάφορα είδη εντόμων.

-Θα πηδιέστε πάνω σε sleeping bag και θα πονάει η πλάτη σας ή τα γόνατά σας, αναλόγως.

-Θα ξέρουν όλοι πότε πηδιέστε γιατί η σκηνή σας θα κουνιέται σαν τη σκηνή των καουμπόηδων στο brokeback mountain.

-Θα επιστρέψετε πιο κουρασμένοι από ό,τι φύγατε.

ΚΑΛΟ ΣΑΣ ΚΑΜΠΙΝΓΚ!

(ήταν μια κοινωνική προσφορά του Νάρκισσου)

Τετάρτη 2 Ιουλίου 2008

Η δυστυχία του να είσαι θηλυκό το καλοκαίρι


Τα τελευταία χρόνια, έχω υιοθετήσει έναν απαράβατο κανόνα ψυχολογικής επιβίωσης: με το που μπαίνουν οι πρώτες ζέστες, οι (ούτως ή άλλως ανύπαρκτες σχεδόν) σχέσεις μου με την τηλεόραση και τα περιοδικά διακόπτονται παντελώς. Για την ακρίβεια, εμφανίζω οξύτατα αλλεργικά συμπτώματα στη θέα τους, με αντιδράσεις τύπου Ελένης Λουκά απέναντι σε μια ορδή σατανιστών. Φανταστείτε πως αρκεί μία και μόνη διαφήμιση αντικυτταριτιδικής κρέμας για να αρχίσω να παθαίνω κρυάδες, μικρούς σπασμούς και να βγάζω ακατάληπτους ήχους κλείνοντας τα μάτια και τα αυτιά μου. Ενίοτε, ανάλογα με τη σφοδρότητα του ερεθίσματος, δεν αποκλείεται να φθάσω μέχρι και τη μίνι επιληπτική κρίση.

Διότι, αν τον υπόλοιπο χρόνο τα προβαλλόμενα πρότυπα οδηγούν απλώς τη μέση γυναίκα σε μια ελαφριά κατάθλιψη, το καλοκαίρι που βγαίνουν λίγο-πολύ όλα στη φόρα αρχίζεις, αναπόφευκτα, να σκέφτεσαι τη λύση της αυτοκτονίας. Αν πάλι ανήκεις στις πιο αισιόδοξες, μπαίνεις απλώς στο τριπάκι να μεταμορφωθείς εντός δύο εβδομάδων το πολύ σε Βραζιλιάνα καλλονή, εξαλείφοντας με τη βοήθεια αναρίθμητων χημικών παρασκευασμάτων τα όποια σωματικά σου ελαττώματα –ή ό,τι τέλος πάντων σε πείθουν ξαφνικά πως αποτελεί φοβερό και τρομερό ελάττωμα απλώς επειδή είναι καλοκαίρι.

Πάρτε αρχικά για παράδειγμα το χρώμα του δέρματος που, ως γνωστόν, ποικίλει στα ανθρώπινα όντα. Ας υποθέσουμε πως είσαι λευκή εκ φύσεως και για να μαυρίσεις χρειάζεσαι ενάμιση μήνα διακοπές στην Καραϊβική ή έστω σε κάποια εγχώρια παραλία. Ας υποθέσουμε ακόμη πως, εντελώς κατ’ εξαίρεση φέτος, αναγκάζεσαι να στερηθείς τον αυτονόητο για κάθε Έλληνα πολίτη ενάμιση μήνα εξωτικού παραθερισμού κι έχεις μείνει άσπρη σαν το διαιτητικό γάλα με το οποίο περιχύνεις κάθε πρωί τα επίσης διαιτητικά δημητριακά σου, που υπόσχονται να σου χαρίσουν ως δια μαγείας το σώμα της Ναόμι Κάμπελ. Τι κάνεις; Κυκλοφορείς απτόητη με το σορτσάκι επιδεικνύοντας την ασπρίλα σου;

Από-και-κλείεται, αν σέβεσαι στοιχειωδώς τουλάχιστον τον εαυτό σου! Πού να τολμήσεις να ξεμυτίσεις εκεί έξω με όλα αυτά τα μισόγυμνα θηλυκά που, άγνωστο πώς, έχουν καταφέρει να προσομοιάσουν από το Μάιο ακόμη όχι στη σιλουέτα απαραιτήτως της Ναόμι, αλλά σίγουρα στο χρώμα της; Οπότε ή που θα κόβεις βόλτες με το τζην με σαράντα βαθμούς θερμοκρασία μέχρι να βγάλεις φουσκάλες από τη ζέστη, ή που θα καταφύγεις στο θαύμα των καλλυντικών και θα αρχίσεις να πασαλείβεσαι με κάποιο self-tan, περισσότερο ή λιγότερο δραστικό αναλόγως του γούστου σου.

Εγώ, για παράδειγμα, κατέφυγα απελπισμένη (αφού διαπίστωσα πέραν πάσης αμφιβολίας πως το να πηγαίνω μία στο τόσο στη θάλασσα χρησιμοποιώντας λαδάκι Hawaiian Tropic μόνο εγκαύματα μπορούσε να μου προκαλέσει) στα αυτομαυριστικά ήπιας μορφής, ξέρετε, αυτό που βάζουν οι κυρίες στη διαφήμιση και χαίρονται γιατί έχουν «χρυσαφένια λάμψη όλο το χρόνο»; Ανάθεμά με τώρα αν απέκτησα χρυσαφένια λάμψη, αλλά τέλος πάντων ας πούμε πως έσπασε λιγάκι το εκρού του νεκρού. Το γεγονός, τώρα, πως τις πρώτες φορές που χρησιμοποίησα το εν λόγω θαυματουργό προϊόν έκανα προφανώς κάποια μαλακία και κατέληξα με δύο καφέ ρίγες στη δεξιά γάμπα, καταγράφεται υποθέτω στις παράπλευρες απώλειες. Πάλι καλά που εξαφανίστηκαν μέσα σε 2-3 μέρες και, κυρίως, που έχω ανεκτικό άντρα που μου δήλωσε χαμογελώντας στωικά πως θα με αγαπά «με όλα μου τα χρώματα». Ακόμη κι αν γίνω κανελί με βούλες σαν κουτάβι αγνώστου διασταυρώσεως, υποθέτω…

Ο επόμενος θηλυκού γένους καλοκαιρινός εφιάλτης είναι τα παραπάνω κιλά, η ελλιπής γράμμωση, η χαλάρωση και γενικά όλο το πακέτο της εμφάνισης με μπικίνι στην παραλία, που κορυφώνεται στη μία και μοναδική φρικαλέα λέξη: κυτταρίτιδα. Σημειωτέον, βέβαια, πως με βάση αυτά που σου δείχνουν στις φωτογραφίες και τα διαφημιστικά σποτάκια, εντάσσεσαι κατά πάσα πιθανότητα στα τέρατα της φύσεως ακόμη και αν από αντικειμενική άποψη είσαι από μια χαρά έως καλλίγραμμη. Γιατί όσο και να σε προίκισε η μαμά φύση, όσο και να ιδρώνεις κάνοντας διάφορες ασκήσεις διαστροφικής εμπνεύσεως για να αποκτήσεις μπούτι αθλήτριας, ε, δε μπορεί, δεν έχεις πάνω σου τα επτά διαφορετικά φίλτρα που έχει η κυρία στη διαφήμιση και, σίγουρα, δεν έχεις υποστεί το απαραίτητο ρεκτιφιέ στο photoshop –και, τέλος πάντων, ακόμη και αν προσέχεις την εικόνα σου, έχεις κι άλλες υποχρεώσεις που σε αποσπούν από το έργο του σμιλέματος του τέλειου μηρού. Εν ολίγοις; You suck (σε σύγκριση, πάντα).

Ως προς αυτό τουλάχιστον το κεφάλαιο, μπορώ υπερήφανα να δηλώσω πως έχω κόψει τα σχετικά αντι-κυτταριτιδικά σκευάσματα προ πολλού, αποδεχόμενη πως είναι το λιγότερο κρετινώδες να πλακώνομαι στα χημικά σε μια καθ’ όλα άνιση μάχη με τα γονίδιά μου. Και δεν ξέρω αν αληθεύει πως θα μπορούσα να εξαλείψω τα όποια ίχνη κυτταρίτιδας κόβοντας μαχαίρι το τσιγάρο, τον καφέ, το αλκοόλ, το αλάτι, τη ζάχαρη και επιβιώνοντας μονάχα με λαχανάκια Βρυξελλών στον ατμό αλλά, σε κάθε περίπτωση, δεν προτίθεμαι να το μάθω! Εξάλλου, όπως και πάλι δήλωσε ο πολύπαθος μέλλων σύζυγος (σουίτα στον παράδεισο έχει κλείσει, ο άνθρωπος) μπορεί κάλισστα να ζήσει παρέα με την «όψη φλοιού πορτοκαλιού», αλλά όχι με τη νευρασθένειά μου.

Τις υπόλοιπες μικρολεπτομέρειες, όπως για παράδειγμα ότι συνίσταται να κάνεις περμανάντ για να βγαίνεις λέει χτενισμένη από τη θάλασσα, να προμηθευτείς αδιάβροχη μάσκαρα (που δεν βγαίνει μετά ούτε με απορρυπαντικό πιάτων) για να βλέπουν τα μπαρμπούνια τα μπιρμπιλωτά σου ματόκλαδα όσο κάνεις βουτιές, να πηγαίνεις δέκα επτά φορές το μήνα για επαγγελματικό πεντικιούρ μην τυχόν και σου σκληρύνουν οι φτέρνες από τα σανδάλια, δεν μπαίνω καν στον κόπο να τις αναπτύξω.

Ένα πράγμα ξέρω με βεβαιότητα: στην επόμενη ζωή μου δεν πρόκειται να την ξαναπατήσω! Θα φροντίσω, προτού κατέβω στη γη, να προμηθευτώ το σωστό σετ γεννητικών οργάνων –και θα απολαμβάνω μακάριος τις διακοπούλες μου στη Γαύδο, χωρίς να σκέφτομαι με τρόμο πού θα βρω πρίζα να βάλω το silk-epil μου…