Τρίτη 8 Απριλίου 2008

απών




Όλα ξεκίνησαν με την έναρξη της απουσίας –ή μάλλον, συνεπεία αυτής. Επρόκειτο βέβαια για απουσία παροδική και διακοπτόμενη, ως αντίστροφη έκφανση μιας παρουσίας διαλείπουσας αλλά προοδευτικώς γοητευτικότερης. Σταδιακά, με την εδραίωση της νέας κατάστασης, ο κανόνας της απουσίας συναιρέθηκε αμετάκλητα με την εξαίρεση της παρουσίας, ως ισότιμη εναλλακτική εκδοχή, στιγματίζοντας αμετάκλητα τις περιορισμένες πλέον συνευρέσεις με την αναπόφευκτη υπόνοια του τέλους, μέχρι την τελική εξίσωση της απλής καθημερινότητας με την τραγικότητα ενός σπαρακτικού χωρισμού.

Στην αρχή, της ήταν αδύνατο να συνειδητοποιήσει τι ακριβώς της συνέβαινε –εννοώ, να υπολογίσει τις πραγματικές διαστάσεις της απροσδιόριστης εσωτερικής οδύνης, που άλλαζε σχήματα αναλόγως της ημέρας της εβδομάδας ή της εκάστοτε μουσικής επένδυσης της επεκτεινόμενης σιωπής. Σταδιακά, διαπίστωσε πως έχανε μικρά κομμάτια του εαυτού της, σε στιγμές ανύποπτες, την ώρα ας πούμε που έκανε ντους ή ενώ φυλλομετρούσε απλώς ένα αγαπημένο βιβλίο. Στην πρώτη περίπτωση, τα ακουσίως αποβληθέντα τμήματα της ύπαρξής της παρασέρνονταν παραμυθητικά από το τρεχούμενο νερό, ενώ στη δεύτερη ενσωματώνονταν ίσως στις σελίδες του βιβλίου. Δεν ήταν βέβαιη.

Κι ενώ δεν μπορούσε να εξηγήσει τον αιφνίδιο ανεξέλεγκτο κατακερματισμό της, της άρεσε να υποθέτει πως το σώμα της διασκορπιζόταν στο χώρο εμποτίζοντας τα αντικείμενα με μικρές ποσότητες ανεπίδοτου έρωτα. Ίσως, βέβαια, η υπόθεσή της αυτή να μην ήταν παρά μια απεγνωσμένη προσπάθεια να ανακτήσει εντός της την προφανή χρησιμότητα των πραγμάτων που, απόντος εκείνου, φάνταζαν ολωσδιόλου περιττά –ιδίως τα προσωπικά του αντικείμενα που όλο και πιο σπάνια χρησιμοποιούσε ελλείψει χρόνου, αλλά και όσα (ενδύματα του γραφείου, κυρίως) μπαινόβγαιναν στο σπίτι σε καθημερινή βάση για την απαραίτητη φροντίδα πριν τη επόμενη χρήση.

Με την πάροδο του χρόνου, ωστόσο, η εν λόγω αίσθησή της για τα υλικά πράγματα αντεστράφη˙ για την ακρίβεια, εκείνη εισήλθε στην ήρεμη φάση της ανάκτησης του αγαπημένου δια των αντικειμένων του. Ανακάλυψε, ας πούμε, πως ήταν εφικτή η εκ νέου κατεύθυνση του έρωτα στο γαλάζιο πουκάμισο, την ώρα που επιμελώς απομάκρυνε τις ζάρες της πλύσης με το σίδερο, αλλά και αργότερα, όταν τοποθετούσε το σιδερωμένο ρούχο στην κρεμάστρα και κούμπωνε προσεκτικά το πάνω-πάνω κουμπί, με την ίδια σχολαστική φροντίδα που θα επιδείκνυε εάν ήταν το σώμα του εραστή της που άγγιζε και όχι ένα άδειο ρούχο. Ή όταν γυάλιζε σχολαστικά ένα αγαπημένο ζευγάρι δερμάτινες μπότες του, αδιαφορώντας για το γεγονός της παρατεταμένης παραμέλησής τους λόγω του εργασιακού dress code.

Εξαιτίας της εν λόγω ανακατεύθυνσης, η περιποίηση των πραγμάτων εξελίχθηκε σε πραγματική τέχνη, ή, πιθανόν, σε ένα είδος ερωτικού ψυχαναγκασμού. Συχνά, καθώς σήκωνε ένα φρεσκοσιδερωμένο ρούχο στο φως για να ελέγξει την ύπαρξη τυχόν ατελειών, χαμογελούσε στη διαπίστωση της αδιαμφισβήτητης τελειότητας, με μιαν ικανοποίηση συγκρίσιμη με εκείνη που ακολουθεί την επίτευξη ενός εξαιρετικού οργασμού. Και της φαινόταν, ενίοτε, πως οι ελάχιστες μεν, ανιχνεύσιμες δε πλέον ρυτίδες στη φυσιογνωμία της εξαφανίζονταν λυτρωτικά μέσα στην ελαφριά διαφάνεια του αψεγάδιαστου υφάσματος.

Ασφαλώς, η ανεπαίσθητη διαδικασία σωματικού κατακερματισμού της συνεχιζόταν.

1 σχόλιο:

Ανώνυμος είπε...

«Κι ἕνα κομμάτι σῶμα κατεδαφίζεται», ποὺ λέει καὶ ἡ Λένα... [ὕστερα λὲς ὅτι ἐγὼ εἶμαι ἀβάστακτος]