Παρασκευή 10 Οκτωβρίου 2008

Παραμύθια

Η Μ με κάλεσε να πω ένα παραμύθι.

Ομολογώ ότι το όλο θέμα μου προκάλεσε αρχικά ένα μίνι πανικό, του οποίου επακολούθησε μια υστερική σχεδόν κρίση γέλιου, λες και μου ζήτησαν να γράψω πραγματεία πάνω στην αναπαραγωγή του σολομού ή κάτι τέτοιο. Έχοντας προ πολλού αποκηρύξει τα παραμύθια και τις αμφιλεγόμενες δυνάμεις τους, η πρώτη μου σκέψη ήταν ν’ αποφύγω ευγενικά το σκόπελο της προσκλήσεως, προφασιζόμενη φόρτο εργασίας, πονοκέφαλο, διάστρεμμα καρπού ή ο,τιδήποτε άλλο θα μπορούσε να με απαλλάξει από την επικίνδυνη αποστολή.

Κάπως αργότερα, και με μεγαλύτερη ψυχραιμία πλέον, προσπάθησα να θυμηθώ ποια τέλος πάντων υπήρξε γενικά η σχέση μου με τα παραμύθια. Με θυμάμαι, πολύ μικρή ακόμη, να πωρώνομαι μέχρι αηδίας με τα χειρότερα του Άντερσεν, και μάλιστα με πλήρη συνείδηση πως όσα διάβαζα ήταν τελείως μα τελείως αρρωστημένα, καταθλιπτικά σε βαθμό νοσηρότητας και σε κάθε περίπτωση παντελώς ακατάλληλα για παιδικό ανάγνωσμα. Μεγαλώνοντας λίγο, ανακάλυψα το επόμενο στάδιο των διεστραμμένων παραμυθιών δια χειρός Oscar Wilde, κι εκεί πραγματικά κόλλησα.

Θυμάμαι ακόμη ένα καταραμένο μικροσκοπικό βιβλιαράκι, τρισχαριτωμένο κι ολότελα αθώο εμφανισιακά, με τίτλο ένα παραμυθάκι για χειμώνα και καλοκαίρι ή κάπως έτσι. Εδώ και πάμπολλα χρόνια δεν έχω ιδέα πού μπορεί να έχει παραπέσει, και δυστυχώς δεν θυμάμαι ούτε το συγγραφέα. Ξέρω πάντως με βεβαιότητα πως το παραμυθάκι αυτό κατάφερε να με κατεδαφίσει ψυχολογικά σε πολύ κρίσιμη ηλικία, πείθοντάς με για το αναπόδραστο των χωρισμών και, ακόμη χειρότερα, για τη μόνιμη τάση των ανθρώπων να χρυσώνουν το χάπι (στον εαυτό τους ή στους άλλους, αδιάφορο), εξωραΐζοντας τα κάθε λογής συναισθηματικά ναυάγια με ευφάνταστες διανοητικές κατασκευές του τύπου χωρίσαμε-μεν-αλλά-το-βαθύτερο-είναι-μας-παραμένει-μαζί κι άλλες τέτοιες αηδίες.

Το θέμα είναι πως, μ’ αυτά και μ’ εκείνα, ανέπτυξα τελικά μιαν αλλεργία στη γενικότερη έννοια παραμύθι. Βεβαιώθηκα περί αυτού μια διετία περίπου πριν, όταν ένα πιτσιρίκι με παρακάλεσε να του διηγηθώ την (αγαπημένη μου, ομολογώ) μικρή σειρήνα και το καλύτερο που μπόρεσα να κάνω, όσο κι αν προσπάθησα, ήταν μια διήγηση χειρότερη κι από πρόχειρη περίληψη βραζιλιάνικου σήριαλ.

Τέλος πάντων, και για να μην σας ζαλίσω περισσότερο με τα παραμυθο-ψυχολογικά μου, αποφάσισα να παίξω στο παιχνίδι με τον μόνο τρόπο που βλέπω δυνατό, τουτέστιν με ζαβολιά: καταφεύγω σε παλιό μου κείμενο. Παραμύθι σίγουρα δεν είναι αλλά μη βαράτε, είναι ό,τι πλησιέστερο μπόρεσα να βρω…

Η ΣΦΑΙΡΑ

Γενικά, δεν ήταν παρά ένα κορίτσι όπως όλα τ’ άλλα. Πιο μικροκαμωμένο ασφαλώς από τον μέσο όρο, μα κατά τ’ άλλα ολωσδιόλου κοινότυπο. Αν μάλιστα εξαιρούσε κανείς την χωρίς καμιά παθολογική αιτιολογία σιωπή της, δεν θα μπορούσε, νομίζουμε, να της καταλογιστεί καμία απολύτως ιδιορρυθμία. Απ’ όσο θυμόταν τον εαυτό της, ουδέποτε κατάφερε να προκαλέσει εντύπωση, θετική ή αρνητική· γι’ αυτό βέβαια μπορεί να ευθύνονται μια στάλα και οι διαστάσεις που αναφέραμε πιο πριν. Όχι πως την ενοχλούσε αυτό, η αδυναμία των άλλων να την παρατηρήσουν δηλαδή, απλώς με τον καιρό άρχισε, πώς να το πούμε, να ξεχνά και η ίδια την ύπαρξή της και τις πράξεις της, άνοιγε για παράδειγμα το παράθυρο κι εκπλησσόταν, όταν αργότερα μια βίαιη ριπή αέρα έστελνε τη γυάλα με τα ψάρια κομμάτια στο πάτωμα. Η μαμά κατά καιρούς φώναζε, πως είχε μειωμένη αυτοεκτίμηση ή κάτι τέτοιο – μα αυτό ήταν ψέμα, το μόνο που πράγματι ένιωθε εκείνη, μια αδυναμία να επηρεάσει τη ροή των πραγμάτων, έτσι που κυλούσε ο κόσμος γύρω της κι εναλλάσσονταν τα πρόσωπα, τα σκηνικά και οι εποχές, όπως όταν πατάμε το κουμπί στο βίντεο κι αρχίζει η εικόνα να τρέχει. Κι εξακολουθούσε να εκπλήσσεται, και να περνά αφηρημένη ανάμεσα στους επισκέπτες του σπιτιού σαν άτριχο κατοικίδιο ή, για τους πιο καλοπροαίρετους, σαν μια -κωμική λιγάκι- παρατεταμένη παιδική ηλικία.

Τότε, τέλος πάντων, που υπήρξε πράγματι παιδί, κι ανίδεη ακόμη για την επερχόμενη στασιμότητα, τη μαγική σφαίρα την κρατούσε κρυφή απ’ όλους. Επιμελώς την εξαφάνιζε κάτω από τα σκεπάσματα τη νύχτα, αγρυπνώντας, κάποτε, ως το ξημέρωμα στην προσπάθειά της να την ισορροπήσει, έστω για μια στιγμή, στα δάχτυλα του αριστερού ποδιού. Την ημέρα η σφαίρα ζούσε, τρυφερά προστατευμένη από τα αδιάκριτα βλέμματα, μέσα στην πολύχρωμη χαρτονένια κούτα για τα παιχνίδια. Όλα θα μπορούσε αδάκρυτη να τα στερηθεί, την κουρδιστή μπαλαρίνα με τη ροζ τούλινη φούστα, το τραίνο, ακόμη και το μαϊμουδάκι με την αστεία φάτσα, τη σφαίρα όμως ποτέ. Κι ας απορούσαν οι μεγάλοι, τις λιγοστές φορές που την τσάκωναν αγκαλιά με το γυάλινο αντικείμενο, τι στο καλό της έβρισκε και γιατί την παρατηρούσε με τις ώρες εκστατική, με το δέος σχεδόν εκείνο της θρησκευτικής κατάνυξης. Εκτός από μουγκό, είναι και βλαμμένο, μουρμούριζε μέσα από τα δόντια της φουρκισμένη η νονά της, θεωρώντας το προσωπική προσβολή που η μικρή σνομπάριζε έτσι απροκάλυπτα τα δικά της ακριβά δώρα.

Όμως η διάφανη σφαίρα ήταν τα πάντα, τόσο υπέροχα ρευστή στη διαύγειά της και δεκτική στα όνειρα κάθε είδους, παραμυθητική μέσα στην αψεγάδιαστη στρογγυλάδα της για όλα τ’ άλλα τα τόσο μα τόσο ατελή. Γλιστρούσε στο δέρμα της λεία σαν ερωτικό χάδι (αυτό δεν ήξερε ακόμα τι ήταν, σίγουρα όμως το υποψιαζόταν), κρύα και λυτρωτική όπως το άγγιγμα του θανάτου (αυτό το ήξερε καλά, ήταν μόλις τεσσάρων χρονών όταν άγγιξε με το μικρό της δείκτη τα παγωμένα μάτια του ψόφιου σκύλου της, άσε το παιδί να μάθει, είχε πει ο πατέρας της, η μαμά είχε γυρίσει το πρόσωπο από την άλλη αηδιασμένη, κι εκείνη, νιώθοντας το αμετάκλητο κρύο, είχε σταματήσει το κλάμα την ίδια στιγμή). Η σφαίρα ήταν η τρομακτική πιθανότητα του απίθανου, το εισιτήριο χωρίς επιστροφή για το επισφαλές θαύμα, η πολύτιμη κλωστή που την κρατούσε ευτυχή δέσμια του μαγικού και του αόρατου. Η γυάλινη σφαίρα, δίχως καμιά προφανή χρησιμότητα, ήταν η μόνη εκδοχή που κανείς δεν θα μπορούσε με σιγουριά να κατονομάσει.

Φυσικά εκείνη δεν τα σκεφτόταν όλα τούτα με αυτές ακριβώς τις λέξεις, πασαλειβόταν όμως κάθε Κυριακή με το κόκκινο κραγιόν της μαμάς και γέμιζε το γυαλί φιλιά, πιστεύοντας, με την αφέλεια της ηλικίας της, στην κτητική δύναμη των σημαδιών. Όταν αργότερα, πολύ αργότερα, κάθε προσδοκία θαύματος αναχώρησε ανεπιστρεπτί, η σφαίρα απόμεινε να ηχεί μελωδικά στην τσέπη του πανωφοριού της προσκρούοντας, με την παραμικρή κίνηση, στα κλειδιά της εξώπορτας. Με τον καιρό η σφαίρα άρχισε να βαραίνει όλο και περισσότερο, μέχρι που εκείνη, εξουθενωμένη από το φορτίο που την υποχρέωνε να σέρνει σχεδόν κάθε της βήμα, θρυμμάτισε προσεκτικά το γυαλί πάνω στον πάγκο της κουζίνας και το κατάπιε. Το παράτολμο εγχείρημα δεν είχε, παραδόξως, κανένα δυσάρεστο αποτέλεσμα. Τα μικροσκοπικά κομματάκια κουδούνισαν για λίγο κατηφορίζοντας στον οισοφάγο της, κι έπειτα σίγησαν για πάντα.

Από τότε όμως, και σε χρόνους ολότελα ανύποπτους, της ξέφευγαν κάτι ελάχιστοι φθόγγοι, μικρά ντροπαλά φωνήεντα στην αρχή και μετά πνιγμένα σύμφωνα, και κολυμπούσαν στο δωμάτιο ξαποσταίνοντας στην ταπετσαρία και σχηματίζοντας λέξεις. Οι λέξεις στον τοίχο πλήθαιναν, όλο πλήθαιναν, αυτόνομα εντελώς διαλέγοντας τη σειρά και τη διάταξή τους κι εκείνη, μην μπορώντας να πράξει κάτι άλλο, άρχισε να αντιγράφει τις λέξεις στο χαρτί.

Όταν τη ρώτησαν, από πότε έγραφε ποιήματα και γιατί, έντρομη συνειδητοποίησε ότι δεν γνώριζε την απάντηση.

Α, να μην ξεχάσω: καλούνται να πάρουν τη σκυτάλη, αν γουστάρουν, η σπιτόγατα, η Luthien, ο κακός μπελάς και ο κύριος profusion.

8 σχόλια:

Spitogata είπε...

Χμμμ...

το παραμύθι πρέπει να είναι δικό μας ή απλά ένα παραμύθι που κάποτε μας άγγιξε?

Διότι όλοι σε ένα παραμύθι ζούμε μέχρι να μας προκύψει ο εφιάλτης και να ξυπνήσουμε~!

Και σχετικά με το προηγούμενο ποστ...
κάτω τα χέρια από τις κατσαρίδες!

Λες όταν ο Νώε έφτιαξε την Κιβωτό να ξέχασε τις κατσαρίδες?

Κια...

γιατί τα φιλα-κια σου την σπάνε!

M είπε...

Είδες; Ήξερα τι έκανα όταν σε προσκαλούσα.

Κυνική-ξεκυνική, μια χαρά τα κατάφερες... Εύγε. :-)

Νάρκισσος είπε...

Γατούλα:
απ' ό,τι κατάλαβα, δικό μας, αλλά σε κάθε περίπτωση εγώ τουλάχιστον είμαι κατά των κανόνων οπότε...διαλέγετε και παίρνετε!

Όσο για τα μαμούνια, έλεος, σταματήστε να με κοροϊδεύετε όλοι σας, ζω ένα δράμα η γυναίκα!

ΦΙΛΑΚΙΑ (στριμμένη! χαχαχα)

Μ:
Ευτυχώς λοιπόν που υπάρχουν και οι ζαβολιές! ;)

Ανώνυμος είπε...

Μολις τωρα ειδα την προσκληση.θα ανταποκριθω με χαρα

Νάρκισσος είπε...

Ευχαριστούμε και αναμένουμε!

just me είπε...

Ο Κακός Μπελάς περνάει περίοδο παρατεταμένης μουγκαμάρας, καλή μου, μια υπαρξιακή κρίση (με πινελιές παλιμπαιδισμού μάλλον, γιατί αισθάνθηκα μια ταύτιση με τη μικρή σιωπηλή της ιστορίας σου _σε όλα, εκτός από το αναπόδραστο γεγονός ότι εγώ απέχω πολύ από την ηλικία της και, αλίμονο, δεν κατέληξα ποιήτρια...)

Δεν ξέρω αν θα μπορέσω να σου γράψω ένα παραμύθι, κυρίως αν θα προλάβω σε χρόνο εύλογης μπλογκικής επικαιρότητας. Μόλις, όμως, γράψω κάτι που θα είναι "κάτι" στ' αλήθεια, σου υπόσχομαι να στο αφιερώσω _ως αντίδωρο όχι της πρόσκλησης, αλλά της συγκίνησης από το "παραμύθι" σου και κυρίως από το κείμενο του παραμυθιού σου.¨
:)

Ανώνυμος είπε...

Αποστολή εξετελέσθη. Μπορείτε να διαβάσετε το παραμύθι μου.

Νάρκισσος είπε...

just me: Σ' ευχαριστώ :)

profusion:Ευχαριστούμε, ανταποκριθήκατε θαυμάσια, κάτι ξέραμε που σας καλέσαμε!