Τρίτη 24 Ιουνίου 2008

dead boys


Εκ των υστέρων, ασφαλώς, όλα ήταν απολύτως αμφισβητήσιμα: ο τόπος, ο χρόνος, η συνάντηση, η εξαιρετική συγκίνηση καθεαυτή, το πρόσωπο εκ του οποίου το θεσπέσιο αίσθημα εκπορευόταν –ιδίως αυτό.
Απτές αποδείξεις, άλλωστε, ουδέποτε υπήρχαν. Η λήψη κοινών φωτογραφιών, επί παραδείγματι, που θα μπορούσαν να επικυρώσουν μελλοντικά την άναρχη όσο και ασαφή ανάμνηση του δράματος, αποκλειόταν εξαρχής ως εγχείρημα μάλλον αγενές και σίγουρα δυνάμει επικίνδυνο. Τα όποια δείγματα γραφής, από την άλλη, αν και με νοσηρή σχεδόν λατρεία φυλάσσονταν υποβαλλόμενα σε αλλεπάλληλες αναγνώσεις-αποκρυπτογραφήσεις, θα μπορούσαν πάντοτε να αποδοθούν σε μιαν αυθαίρετη αυτοαναφερόμενη φαντασία. Όσο για τους τηλεφωνικούς αριθμούς, αποδεικνύονταν παντελώς ατελέσφοροι, καθώς η κλήση τους προς εξακρίβωση της ύπαρξης ή μη του εκάστοτε κατόχου απαιτούσε υπερβολικό θάρρος –ουδείς γνώριζε ποιος ακριβώς ή τι θα απαντούσε από την άλλη άκρη της γραμμής.
Βεβαίως, η διευκρίνιση ερχόταν κάποτε, έστω και εμμέσως: δεν έφταιγες εσύ.
(Συχνά, αν και όχι απαραιτήτως, η δήλωση συνοδευόταν από επεξηγηματικές λεπτομέρειες που επέτειναν την προφανή ασάφεια της υποτιθέμενης παραμυθίας, όπως περνούσα φάση, οι συνθήκες, έπρεπε να θέσω προτεραιότητες, χρειαζόμουν χρόνο –μία ή περισσότερες μαζί , αναλόγως. Ελάχιστα την απασχολούσαν οι εν λόγω πεζές προεκτάσεις της διευκρινίσεως. θα μπορούσε κανείς να πει, ωστόσο, πως η προσθήκη τους συνηγορούσε, στην αντίληψή της, υπέρ της αναλήθειας αυτής.)
Σε κάθε περίπτωση, το χρονικό διάστημα που μεσολαβούσε ως την εκάστοτε επανόρθωση αποτελούσε μια (την μόνη, ίσως) μη προβλέψιμη πτυχή του κατά τα άλλα γνώριμου σεναρίου: από μερικές εβδομάδες έως χρόνια ολόκληρα που προσέγγιζαν, ενίοτε, τη δεκαετία. Δεν την πείραζε. Είχε μάθει πλέον να συναιρεί το χρόνο, με χειρουργική ακρίβεια τεμαχίζοντας τις εποχές και συναρμολογώντας κατόπιν τ’ ακρωτηριασμένα δευτερόλεπτα μέχρι επιτεύξεως μιας βιώσιμης (αν και καθ’ όλα τεχνητής) αλληλουχίας.
Επρόκειτο, σαφώς, για ένα τέχνασμα αξιοθρήνητο στην αναγκαιότητά του –προέκυπτε, ωστόσο, από μιαν αναπόδραστη τάση αυτοσυντήρησης, ως μοναδική διέξοδος επιβιώσεως στις πλέον φρικτές των περιπτώσεων, όταν λόγου χάρη ένα σ’ αγαπώ αρθρωνόταν αιφνιδίως με καθυστέρηση επταετίας, κι εκείνη αδυνατούσε να προσδιορίσει αν η απρόσμενη αυτή εξέλιξη αναιρούσε ή, αντιθέτως, πολλαπλασίαζε τον οδυνηρό όγκο της ισόχρονης απουσίας.
Η αρχική υπόθεση, πάντως, φάνταζε ολοένα και πιο βάσιμη: η ύπαρξη των προσώπων δεν ήταν μόνο αμφισβητήσιμη εξ αρχής, αλλά λογικά απίθανη.

Δεν υπάρχουν σχόλια: