Η ουρά ήταν τεράστια. Άφησα δυο-τρεις που χώθηκαν από το πλάι να πάρουν τη σειρά μου, επίτηδες, το ’θελα να καθυστερήσω, να δώσω στον εαυτό μου την πολυτέλεια μιας μικρής έστω παράτασης, και τι έγινε, σκέφτηκα, σε τούτη τη μετά χρόνον εποχή που μόλις ξεκινούσε, τα επιπλέον δευτερόλεπτα να χύνονται σα ρύζι από σκισμένη σακούλα. Φοβόμουν –το πρωτόγνωρο θέαμα, υποθέτω, δεν ήξερα τι ακριβώς θ’ αντίκριζα, σαν την πρώτη φορά που ξεκουμπώθηκε άντρας μπροστά μου, αλλόκοτος συνειρμός αλήθεια, τελικά δεν ήταν τόσο φοβερό, ο άντρας εννοώ, ούτε κι εσύ μέσα στο μπεζ ταγιέρ σου, παστωμένη στο μέικ-απ, διόλου δεν τρόμαξα, σκέφτηκα μόνο πως θα σου πήγαινε καλύτερα το κίτρινο πουλόβερ, εκείνο το καναρινί που φορούσες ενίοτε στη δουλειά, και σε θαύμαζα που μπορούσες να περιφέρεσαι έτσι απλά εντός ενός τόσο εξωφρενικού χρώματος, ουδέποτε το ’χα τολμήσει κι ας ήμουν δυο δεκαετίες πιο μικρή. Δεν είμαι βέβαιη αν σε φίλησα, θαρρώ πως όχι, νομίζω έσφιξα μονάχα το αριστερό μανίκι του σακακιού, ενώ εξακολουθούσα ν’ απορώ για την επιλογή του ρούχου, μα ήταν επιτέλους τόσο μα τόσο άχαρο, τόσο καθωσπρέπει, έτσι μου ’ρχόταν ν’ αποκαταστήσω φωναχτά στην ομήγυρη το ενδυματολογικό σου γούστο, να ξετρυπώσω τη φωτογραφία με το μαύρο μακρύ σου φόρεμα, το κόκκινο κραγιόν, έναν αιώνα πριν αυτά ή παραπάνω, μα δεν προλάβαινα, μ’ έσπρωχναν ελαφρά οι άλλοι της ουράς, έριξα ένα τελευταίο βλέμμα και προχώρησα, υπνωτισμένα σχεδόν, παράξενο, δεν είχα τρομάξει στο ελάχιστο, σου ’μοιαζε τόσο η κέρινη τούτη κούκλα μέσα στο κουτί, έτσι όμορφα τακτοποιημένη, τα μάτια κλειστά, ένα υπερμέγεθες παιδικό παιχνίδι στη συσκευασία του, νόμιζα πως αν σήκωνα κάθετα το φέρετρο θ’ άνοιγες τα μάτια αυτόματα. Συνειδητοποίησα πως έσφιγγα ακόμη τα λουλούδια στο χέρι, ασυναίσθητα, δεν ήξερα τι να τα κάνω, δεν είχα προσέξει τι τα κάνουν σε τέτοιες περιπτώσεις, εν τέλει έμαθα πως τα ρίχνουν καθώς κατεβαίνει το κουτί, μαζί με το χώμα, έδωσα αγώνα να φθάσω μπροστά, ήμουν μικρόσωμη και με παραμέριζαν, δεν έφθανα να τα πετάξω από πάνω, σε θυμήθηκα ένα μήνα περίπου πριν στο ίδιο μέρος, όρθια τότε, και στο κουτί ο πατέρας σου, ενενήντα χρονώ και βάλε, πάντα θ’ αναρωτιέμαι πώς τα κατάφερες να παραβρεθείς, να δεις την όλη παράσταση γνωρίζοντας πως ήδη πρόβαρες τον πρωταγωνιστικό ρόλο, ψύχραιμη μέχρι αηδίας, απ’ την αρχή, τότε που γύρισες απ’ το πολυκατάστημα με το άρωμά σου στo μικρότερο μπουκάλι, «σκέφτηκα δεν τα προλαβαίνω τα πενήντα ml» είχες πει, αυτά βεβαίως όσο δεν σε πείραζαν ακόμη τ’ αρώματα, αργότερα έκοψες τα πάντα, μέχρι και το βερνίκι των νυχιών, «η μυρωδιά του ασετόν» έλεγες, τελευταία φορά στα ξέβαψε η μάνα μου κι έστρεφες το κεφάλι από την άλλη μη σε πάρουν οι αναθυμιάσεις. Εντωμεταξύ το κουτί δε φαινόταν πια, ο κόσμος έφευγε για τον καφέ, σκόνταψα ανάμεσα στα μνήματα, και σε θυμόμουν πάλι με το κίτρινο πουλόβερ, το καναρινί, το κόκκινο μαλλί σ’ εκκεντρική αντίθεση, φωσφορική πινελιά μέσα στο μετρό, σ’ είχα ζηλέψει που ήσουν έτσι χρωματιστή, χαρούμενο γκράφιτι σε γκρίζο τοίχο, λυπόμουν που δεν σ’ είχα βγάλει μια φωτογραφία, θα την έδειχνα τώρα στο παιδί, του ’πες πως τα μαλλιά σου κάηκαν στο κομμωτήριο, μια σταλιά παιδί, τι να κάνεις. Τόσο σου μοιάζει που φορές μου ’ρχεται να τον διώξω να μην τον βλέπω, τρέμω τη μέρα που θα με ρωτήσει «ήξερες τη μαμά», ώσπου να μεγαλώσει δεν θα σε καλοθυμάται, ούτε κι εγώ μπορεί, τι θα του πω, θα ξεκινήσω ανάποδα, το πίσω-μπρος, η κάθοδος θα ’ναι σαφώς μια αρχή, κάπως σαν μια φορά κι έναν καιρό, θα συνεχίσω μ’ όποιες λέξεις μου προκύψουν, μόνο για το φρικτό ταγιέρ δεν θα του πω, συγχώρα μου το ψέμα, θα πω σου φόρεσαν το κίτρινο πουλόβερ.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου