Κυριακή 17 Φεβρουαρίου 2008

Χιόνια στο καμπαναριό


Να ξεκαθαρίσω ένα πράγμα: τα χιόνια τα μισώ. Ο χειμώνας ολόκληρος ως εποχή μου τη δίνει αφόρητα –τόσο που, ως παιδί, η αγαπημένη μου φράση ήταν «όταν μεγαλώσω, θα γίνω αποδημητικό πτηνό» (ας όψεται το Νational Geographic). Διότι χειμώνας σημαίνει συνήθως κακοκαιρία. Κι εγώ τις χαμηλές θερμοκρασίες δεν τις αντέχω, πάει και τελείωσε!
Για να συννενοούμαστε, προσωπικά χαμηλή θερμοκρασία εννοώ ο,τιδήποτε κάτω των είκοσι βαθμών. Όσο πέφτει ο υδράργυρος από κει και κάτω, αρχίζω σταδιακά να δυσφορώ, μετά να τουρτουρίζω, μετά να τρέμω και τέλος να χτυπάνε τα δόντια μου, ακόμη και σε εσωτερικό χώρο ενίοτε. Σκεφτείτε ότι το καλοκαίρι στη θάλασσα, έτσι και είναι λιγάκι κρύο το νερό, μελανιάζουν αμέσως τα χείλια μου. Δεν ξέρω, μπορεί να έκανε καμιά κουτσουκέλα η μαμά μου και να φέρω τίποτα αφρικανικά γονίδια· αν και κρίνοντας από τη φωσφοριζέ σχεδόν ασπρίλα μου, δεν το θεωρώ και πολύ πιθανό. Μπορεί να φταίνε τα 45 κιλά μου, μπορεί να είμαι ψυχρόαιμο πλάσμα σαν τα ερπετά (το θερμόμετρο πάντως ουδέποτε δείχνει πάνω από 36, εκτός κι αν έχω πυρετό, και τα άκρα μου έχουν μόνιμα σχεδόν θερμοκρασία τουλάχιστον πτώματος). Τέλος πάντων δεν ξέρω τι φταίει, αλλά κρυώνω. Περισσότερο από το μέσο άνθρωπο, προφανώς. Και στο μυαλό μου, το χιόνι είναι η προσωποποίηση του κρύου –εν ολίγοις, ο διάβολος αυτοπροσώπως...
Ξέρω, ξέρω, θα μου πείτε όλα αυτά τα όμορφα για τα ειδυλλιακά χιονισμένα τοπία, το σκι, τα σαλέ, το χιονοπόλεμο, τη χαρά του παιδιού γενικώς...Αλλά για μένα δεν υπάρχει καμία απολύτως χαρά σε όλα αυτά. Μάλλον απόλυτη φρίκη θα έλεγα. Ακόμη και ως μικρό παιδί, με τον ίδιο τρόπο το βίωνα, μη σας πω και χειρότερο. Θυμάμαι ακόμη την πρώτη μου επαφή με χιόνι, σε νηπιακή νομίζω ηλικία. Δεν είχα δει ποτέ από κοντά, και είχα στο μυαλό μου αυτές τις υπέροχες εικόνες (από ταινίες και τα λοιπά), με τα παιδάκια να παίζουν ξετρελαμένα σε ένα υπέροχο μαλακό άσπρο πράγμα, να πετάνε μπαλίτσες το ένα στο άλλο και να στήνουν χιονάνθρωπους...Και βγήκα κι εγώ μέσα στη χαρά να παίξω, ενθουσιασμένο και ανυποψίαστο για το κακό που θα με έβρισκε. Γιατί μόλις άπλωσα το χεράκι μου (με γάντι, ασφαλώς) να πιάσω αυτό το άσπρο πράγμα και να το ζουλήξω, το χεράκι ξύλιασε αμέσως. Καθόλου δεν θύμιζε αυτό το παγωμένο πράγμα βαμβάκι, συννεφάκι, σαντιγύ ή ο,τιδήποτε άλλο είχα σκεφτεί βλέποντας εικόνες χιονισμένων τοπίων. Αυτή ήταν η πρώτη απογοήτευση. Λίγο μετά διαπίστωσα ότι πονούσαν επίσης τα πόδια μου, ότι η μύτη μου είχε κρυσταλλιάσει, και γενικώς ότι κόντευαν να παγώσουν ακόμη και τα πνευμόνια μου από τον αέρα που ανέπνεα. Και, σαν να μην έφταναν όλα αυτά, μου ρίχνει και κάποιο μαλακισμένο μια χιονόμπαλα που με βρίσκει στα μούτρα, γίνεται το μαγουλάκι γρανίτα κι εγώ αρχίζω προφανώς να βγάζω κάτι αξιοθρήνητους ήχους, που σε ελεύθερη μετάφραση σήμαιναν «θέλω τη μαμά μου, το σπίτι μου και το πάπλωμά μου ΤΩΡΑ!». Πείστηκα έκτοτε ότι όλη αυτή η ιστορία με τις χαρούλες στα χιόνια αποτελεί κάποια φοβερή σκευωρία ή ομαδική ανθρώπινη διαστροφή, ή πως τέλος πάντων έχω εγώ κάποιο πρόβλημα και υποφέρω εκεί που τα άλλα παιδάκια διασκεδάζουν.
Γιατί διασκεδάζουν, τα σκασμένα! Δεν πέρασε λίγη ώρα που άκουσα κάτι φοβερά ουρλιαχτά στο δρόμο, και άνοιξα λιγάκι την κουρτίνα να δω γιατί πίστεψα ότι βγήκε παγανιά ο σχιζοφρενής με το ηλεκτρικό πριόνι. Αμ δε! Σχιζοφρενής, ξε-σχιζοφρενής, μαλάκας μια φορά να πάρει τους δρόμους με τέτοιο ψωλόκρυο δεν θα ήταν! Άσε που και να έβγαινε, δηλαδή, θα του κολλούσε το αλυσοπρίονο λόγω παγωνιάς... Κάτι πιτσιρίκια ήταν, που πετούσαν χιονόμπαλες το ένα στο άλλο. Και όσο κι αν οι κραυγές τους παρέπεμπαν σε μεσαιωνικά βασανιστήρια, γελούσαν τα βλαμμένα οπότε υπέθεσα ότι έσπαγαν πλάκα. Τα άφησα λοιπόν να βγάλουν χιονίστρες με την ησυχία τους και ξαναέκλεισα γρήγορα-γρήγορα την κουρτίνα, να μη βλέπω και κρυώνω περισσότερο!
Το χειρότερο βέβαια είναι ότι δεν χαίρονται μόνο τα μούλικα, αλλά και οι μαντραχαλέοι! Ξεχνιέται που με σύρανε χριστουγεννιάτικα στον Παρνασσό πριν από κάποια χρόνια ο καλός μου με την αδερφή του και το ταίρι της; Να παίζουν εκείνοι έξω χιονοπόλεμο (το έτερόν μου ήμισυ, μάλιστα, που δικαίως είχε στο Λύκειο τα παρατσούκλια Ράμπο και ψυχάκι, χωρίς καν γάντια!), κι εγώ να περιμένω κλεισμένη στο αυτοκίνητο να τελειώσει το μαρτύριό μου, κάνοντας πρόχειρους υπολογισμούς για τις πιθανότητες που είχα να μείνω στον τόπο, να επιβιώσω, να επιβιώσω ακρωτηριασμένη λόγω εκτεταμένων κρυοπαγημάτων, να αποκλειστούμε όλοι στο χιονισμένο κωλοβούνι και να τρεφόμαστε με πτώματα όπως σε εκείνο το έργο με το αεροπορικό δυστύχημα, να πέσει χιονοστιβάδα να μας πλακώσει, να μας φάει καμιά πολική αρκούδα και τα λοιπά. Ως προς την αρκούδα με διαβεβαίωσαν ότι πολικές στην Ελλάδα δεν έχουμε και οι υπόλοιπες πέφτουν σε χειμερία νάρκη (εγώ: «Τα βλέπετε;;; Κοτζάμ κτήνη κάτι θα ξέρουν!»), αλλά για όλους τους υπόλοιπους φόβους μου δεν είχαν κανένα μα κανένα πειστικό επιχείρημα να μου αντιτείνουν. Και ούτε που μπήκαν στον κόπο να σκεφτούν κάποιο, οι αναίσθητοι! Απλώς γελούσαν και με είπανε κι από πάνω μίζερη, γκρινιάρα, υπερβολική, μαυρόψυχη και ξενέρωτη, ναι, μάλιστα! Κοίτα να δεις που το θυμήθηκα και τσαντίστηκα εκ νέου!
Από χτες το βράδυ έχω κλείσει όλα τα παράθυρα και αρνούμαι να κοιτάξω έξω. Είναι ένα κακό όνειρο και ως τέτοιο σκοπεύω να το αντιμετωπίσω! Και μην πάτε να με παρηγορήσετε με το γνωστό "κρύο, καιρός για δύο" διότι αυτές τις μέρες το μωρό δουλεύει και μόνη μου τη βγάζω, τη νύχτα τουλάχιστον. Σκυλόβρισα και τη μάνα μου που έτρεξε όλο χαρά φωνάζοντας «καλέ βγες να δεις που το στρώνει!», έκλεισα και την τηλεόραση να μην ακούω για το Νευροκόπι και πανικοβάλλομαι περισσότερο.
«Πώς κάνεις έτσι, στη Ρωσία έχουνε μείον είκοσι για πλάκα», απεφάνθη το πρωί ο πατέρας μου όταν είδε τα μούτρα μου. Ευχαριστώ πολύ για την πληροφορία! Και στη Λαπωνία, πιθανότατα, να έχουν μείον εκατόν τριάντα. Πάσο! Αλλά εγώ ούτε Ρωσίδα είμαι, ούτε ο Αη-Βασίλης! Τι να καταλάβει δηλαδή αυτός ο παχύσαρκος από κρύο; Ας κάνει πρώτα μια βόλτα από τα Σιλουέτ και μετά να μου πει αν θα χαζογελάει μαζί με τους ταράνδους του! Άι σιχτίρ πια!..
Τελικά νομίζω ότι το κρύο με πειράζει πραγματικά στα νεύρα. Γιατί, όσο κι αν προσπαθώ να το βγάλω από το κεφάλι μου, και παρ’ όλο που τα Χριστούγεννα έχουν προ πολλού περάσει, ένα τραγουδάκι τριγυρίζει αδιάκοπα στο κεφάλι μου...Ας αφήσουμε λοιπόν όλοι κατά μέρος τη γκρίνια κι ας τραγουδήσουμε μαζί με τη Σωσώ:
Χιόνια στο καμπαναριό...ψόφησε όλο το χωριό....
Υ.Γ.:Εάν κανείς από εσάς διαθέτει θερμαινόμενη γυάλα για ιγκουάνα ή φίδια και προτίθεται να μου τη δανείσει, παρακαλείται να αφήσει μήνυμα με τα στοιχεία του...

5 σχόλια:

bladewalker είπε...

Χειμερινή κολυμβήτρια αν κατάλαβα καλά. Χαρά στα κουράγια σου.

Είναι αλήθεια ότι σήμερα γύρισες απο το κολυμβητήριο στο σπίτι ξυπόλυτη, μόνο με το μαγιό και έτρωγες παγωτό;

Καλή δροσιά και άσε το παράθυρο ανοιχτό να μπεί και λίγο χιόνι στο σπίτι να παίξετε χιονο-παιχνίδια (χιονοτριψίματα) με τον καλό σου μετά τη δουλειά.

Τυχερή, θα έρθει παγωμένος το πρωί, θα μπει κάτω από τα σκεπάσματα και θα σε αγκαλιάσει δροσερά, ενώ θα εναποθέτει τρυφερά μια χιονόμπαλα στην ζεστή σου πλάτη...

Αχ, τα νιάτα, ο έρωτας...

Υ.Γ :
Σ΄αφήνω τώρα, πάω να πιω μια παγωμένη μπύρα στη βεράντα μου που χιονίζει.

Λατρεύω την αίσθηση όταν οι νιφάδες κατρακυλάνε στο σβέρκο και καταλήγουν στην πλάτη.

καλή δροσιά!

Νάρκισσος είπε...

Διακρίνω κάποια ελάχιστα ίχνη σαδιστικών προθεσεων, ή είναι ιδέα μου;;;

bladewalker είπε...

όσο πατάει η γάτα. (στο χιόνι)...
:))

Spitogata είπε...

Α...όλα και όλα...το βάρος δεν παίζει κανέναν απολύτως ρόλο, ούτε η ασπρίλα. Γιατί και εγώ άσπρη είμαι και τα έχω τα κιλάκια μου, αλλά τέτοιες μέρες προτιμώ χίλιες φορές χουχούλιασμα στο σπίτι και πάπλωμα, παρά μια χιονόμπαλα στην πλάτη...

Ακούς εκεί Ράμπο το μωρό σου...
εγώ Σπίθα τον ήξερα που σου άναβε φωτιές!

Νάρκισσος είπε...

Συγγνώμη, από το "Ράμπο" και το "ψυχάκι", το Ράμπο σε πείραξε; Αν τον έβλεπες πάντως τότε να τριγυρνάει στο χιονόνερο με το κοντομάνικο, να σκαρφαλώνει σε δέντρα, να κρεμιέται ανάποδα κτλ, δεν θα σε εξέπληττε κανένα από τα 2 παρατσούκλια...

Mr Blade,νικήσατε. Παραιτούμαι. Μη σας πω παρακαλάω και για έλεος...