Δευτέρα 28 Ιανουαρίου 2008

in vitro

Ανέκαθεν σκεφτόμουν πολύ. Ενίοτε παραπάνω απ’ όσο ίσως θα έπρεπε, και με αποτελέσματα όχι απαραιτήτως επιθυμητά –αν και στις ναρκισσιστικές στιγμές μου αρέσκομαι να υποθέτω πως η σκέψη αποβαίνει πάντοτε προς όφελός μας. Σκεφτόμουν και σκέφτομαι. Όχι από επιλογή, ούτε από περισσευούμενη ευφυΐα. Υποθέτω πως πρόκειται για φυσική τάση. Μπορεί και για κουσούρι. Κάτι σαν την υπόταση ή το να είναι κανείς επιρρεπής στην αλλαγή του καιρού.
Μην φανταστείτε πως σκέφτομαι τίποτα φοβερά πράγματα. Πως είμαι καμιά διάνοια που τάχα φιλοσοφεί περί νοήματος ζωής και συμπαντικής τάξεως, ή πως δουλεύω καμιά καινοφανή πολιτική θεωρία. Καμία σχέση. Ούτε τις γνώσεις, ούτε το ταλέντο, ούτε καν τη συγκρότηση διαθέτω για να καταπιαστώ με κάτι τέτοιο. Τα συμπεράσματά μου –αδιάφορα, σκόρπια, σκύλοι αδέσποτοι στην αλάνα του πνεύματος– δεν θα γέμιζαν ούτε δέκα σελίδες. Διότι σπανίως καταλήγω σε συμπεράσματα –τουναντίον, θα μπορούσα να φτιάξω λεξικό με τις συσσωρευμένες απορίες μου. Άλλωστε, σας το ξαναείπα. Σκέφτομαι αυθορμήτως και ακατέργαστα. Από ανάγκη, αν θέλετε. Από βίτσιο. Στην καλύτερη περίπτωση, ως αυτοκαταστροφικό χόμπι. Επαρκώς χρονοβόρο και οικονομικότατο κατά τα άλλα.
Ομολογώ πως είμαι απελπιστικά μονομερής στους στοχασμούς μου. Με ενδιαφέρουν αποκλειστικά οι άνθρωποι. Όλα τα άλλα νομίζω μου διαφεύγουν –για την ακρίβεια, ασυνείδητα ή συνειδητά τα διαγράφω. Ίσως θα καταλάβετε τι εννοώ αν σας εξομολογηθώ πως στη ζωγραφική, όσο άξιος κι αν είναι ο καλλιτέχνης, η νεκρή φύση μού προξενεί τόση συγκίνηση όση κι ένα μπρίκι του καφέ, αν όχι λιγότερη. Αντιθέτως, και η υπόνοια ακόμη μιας ανθρώπινης φιγούρας, ενός προσώπου κατά προτίμηση, μια μουντζούρα που θυμίζει στόμα ή οφθαλμό πρόχειρα σχεδιασμένη από το στυλό ενός νευρικού υπαλλήλου κατά τη διάρκεια μιας επαγγελματικής σύσκεψης, θα τραβήξει οπωσδήποτε την προσοχή μου.
Δεν αποκλείεται να είναι για τον ίδιο λόγο που αδυνατώ να συγκρατήσω τις λεπτομέρειες ενός χώρου. Δοκιμάστε να αλλάξετε, ας πούμε, κάτι στο δωμάτιό μου, όχι κάτι κραυγαλέο βέβαια, αλλά κάτι αδιαμφισβήτητα εμφανές: να αντικαταστήσετε ας πούμε ένα ογκώδες διακοσμητικό με κάποιο άλλο. Στην καλύτερη περίπτωση, θα εντοπίσω πως κάτι άλλαξε, δεν αποκλείεται να ανιχνεύσω και το καινούριο αντικείμενο, το πιο πιθανό όμως είναι πως δεν θα έχω την παραμικρή ιδέα για το τι βρισκόταν προηγουμένως εκεί. Δοκιμάστε, από την άλλη πλευρά (στην θεωρητική πάντα περίπτωση που γνωριζόμαστε προσωπικά) ν’ αλλάξετε ελάχιστα τον τόνο της φωνής σας, να σκληρύνετε ή να μαλακώσετε λίγο το βλέμμα σας, να κουρέψετε ελάχιστα τα μαλλιά σας ή να χαμογελάσετε ανεπαίσθητα πίσω από την παλάμη σας, και μπορείτε να είστε βέβαιοι πως το μυαλό μου κατέγραψε την αλλαγή με κάθε λεπτομέρεια.
Στο σχολείο, αν και καλή μαθήτρια γενικά, είχα βγάλει τη φήμη του πιο αδιάφορου παιδιού για τις φυσικές επιστήμες. Ντρέπομαι που το λέω, αλλά κυριολεκτικά με εξόργιζε να αναλώνω το χρόνο μου για να μάθω, επί παραδείγματι, γιατί ο ήλιος λάμπει. Προτιμούσα (και προτιμώ) να τον φλερτάρω κλεφτά μέσα από τα μαύρα γυαλιά μου, με το δέος σχεδόν ενός αδαούς πρωτόγονου, σκεπτόμενη επί ώρες γιατί οι άνθρωποι χαμογελούν στις λιακάδες.
Αυτό το είδος σκέψης, βέβαια, είναι το σχετικά ανώδυνο. Ο κίνδυνος ξεκινάει όταν αρχίζεις να παίζεις με συλλογισμούς του τύπου γιατί ο Α νιώθει όπως νιώθει, και γιατί εγώ νιώθω όπως νιώθω για τον Α, και γιατί ο Α νιώθει όπως νιώθει που εγώ νιώθω έτσι και δεν συμμαζεύεται. Για να καταλήξεις συνήθως σε διαπιστώσεις εντελώς προσωπικές και αυθαίρετες πιθανόν, που ο Α ουδέποτε θα μάθει ώστε να επικυρώσει ή να απορρίψει ως συμπεράσματα για τη μεταξύ σας σχέση. Ωστόσο η ανωτέρω τεχνική αποδεικνύεται εξαιρετικά χρήσιμη για να εξέλθεις, μέσα στο κεφάλι σου πάντα, αδιεξόδων που προκύπτουν από ερωτικές απογοητεύσεις, διαλυμένες φιλίες, συναισθηματικές χυλόπιτες κάθε είδους και τα λοιπά. Ένας διανοητικός ψυχαναγκασμός, ας πούμε: αναλύω - τακτοποιώ - κατηγοριοποιώ το αίσθημα, προκειμένου να κατανοήσω το τι ένιωσα, και άρα να το ξεπεράσω.
Κάτι τέτοιες αλχημείες τις σπούδασα ως έφηβη. Ένστικτο αυτοσυντήρησης, βλέπετε, έστω και διεστραμμένο. Σήμερα βέβαια ακούω πότε-πότε τη φωνίτσα μέσα μου: ηλίθια, τα αισθήματα είναι εξ ορισμού ακατανόητα. Ωστόσο μεγαλώνοντας υποτροπίασα. Εθίστηκα κανονικότατα, και φοβάμαι συνειδητά, στο νοσηρό σπορ της ανάλυσης χαρακτήρων, συμπεριφορών και σχέσεων. Του εαυτού μου αλλά και των άλλων. Τελείωσα τη Νομική απορώντας γιατί δεν βρέθηκα στα αμφιθέατρα της Παντείου, ώστε να μπορώ τουλάχιστον να πουλάω τρέλα με το πρόσχημα μιας τεκμηριωμένης γνώσης της επιστήμης της ψυχολογίας...
Όπως ίσως θα υποψιάζεστε, εξαιτίας των παραπάνω συνηθειών μου, ουσιαστική επαφή κρατάω με ελάχιστους ανθρώπους. Βάζοντας κάτι στο μικροσκόπιο, συνήθως ανακαλύπτεις διάφορα μικρά πραγματάκια που πριν ούτε καν φανταζόσουν την ύπαρξή τους... Δεν εννοώ απαραίτητα ότι ανακαλύπτω πράγματα που δεν μου αρέσουν στους άλλους –σπανίως άλλωστε γνωρίζω άνθρωπο με περισσότερα ελαττώματα από μένα. Αλλά είναι σχεδόν αναπόφευκτο, όταν ψάχνεσαι διαρκώς, η ισορροπία μιας δυνάμει σχέσης ν’ αποδεικνύεται (στα μάτια σου πάντα) προβληματική ή έστω επίφοβη. Και οφείλω να παραδεχτώ πως δεν σηκώνω και πολύ τα ρίσκα αυτού του είδους. Όχι πλέον, τουλάχιστον. Φαντάζομαι πως είναι φυσικό η πάροδος του χρόνου να στενεύει τα περιθώρια.
Απέχω, λοιπόν. Προτιμώ να λέω πως εφαρμόζω τη λεγόμενη πρόληψη, αν και μάλλον πρόκειται για σκέτη δειλία. Κάπου εδώ ο Charles μού ψιθυρίζει ότι μια πρόωρη εμπειρία θανάτου δεν είναι απαραίτητα κακή –για να συμφωνήσει ή να διαφωνήσει μαζί μου, δεν έχω ιδέα...
Κι έτσι τα καταφέρνω αισίως, εγώ που τόσο απεχθανόμουν πάντα τη χημεία, να κρατώ την ψευδαίσθηση ακεραιότητάς μου μέσα στο βάζο με τη φορμόλη, πρόσφορη για πειράματα in vitro αλλά ανέγγιχτη κατ’ ουσίαν, ως κατάκοιτος που αποστηθίζει χάρτες ή όψιμη παρθένα με σαδομαζοχιστικές φαντασιώσεις. Και να συντηρώ με τρυφερότητα σχεδόν στις γύρω γυάλες του μικρού εργαστηρίου μου, ανάμεσα σε αποστειρωμένα εγχειρίδια και αναλγητικά πάσης φύσεως, τα απομεινάρια των σχέσεων που εξέπνευσαν πάνω στο ερασιτεχνικό χειρουργικό τραπέζι μου.
Επειδή όμως ακόμη και κάτι τέρατα σαν και του λόγου μου έχουμε λιγάκι μερίδιο στο θαύμα, συμβαίνει κάποτε (σπανίως, βέβαια, αλλά συμβαίνει) να τρυπώσει στο εργαστήριο ο διάβολος. Και δεν αναφέρομαι βέβαια στην καρικατούρα με τα κόκκινα κέρατα, αλλά σ’ αυτό το μικρό πραγματάκι, το ελάχιστο στην αρχή, που λέγεται αίσθημα για έναν άνθρωπο, ερωτικό ή φιλικό δε έχει σημασία - αρκεί να έχει τα χαρακτηριστικά του γνήσιου αισθήματος, δηλαδή να είναι, πρωτίστως, άτρωτο... Το πραγματάκι που, παρά τις φιλότιμες προσπάθειές σου να το κρατήσεις σε μέγεθος μπονσάι, παρά τις επιφυλάξεις και την περίφημη πρόληψή σου, θεριεύει απρόσμενα, τινάζει το καπάκι του βάζου και σου τα κάνει όλα λαμπόγυαλο εν ριπή οφθαλμού. Και διαπιστώνεις, εμβρόντητος αλλά μ’ ένα αμήχανο χαμόγελο ευχαρίστησης, την ολοκληρωτική σου ήττα, και στέλνεις για μια φορά τις θεωρίες σου στον αγύριστο.
Κάποιος πέρασε το τεστ.

5 σχόλια:

Unknown είπε...

;)

Unknown είπε...

den exo logia!
eisai ypertati akoma kai sta synaisthimata sou!

Νάρκισσος είπε...

Φίλτατε κύριε α΄: Όπως σας έγραψα και στο μήνυμά μου, πολύ χαίρομαι που κατακτήσατε σε τέτοιο βαθμό την αρετή της λακωνικότητας...

Φίλτατε κύριε β΄:Για άλλη μια φορά με σκλαβώνετε!

alekos markellos είπε...

Είναι γνωστή η εκτίμηση που έχω στη γραφή σου, κάθε φορά όμως που την (ξανα)-ανακαλύπτω, είναι μια έκπληξη-πρόκληση.

Ετοιμάσου, έρχεται πρόσκληση.

Υ.Γ : Να τον τυραννήσεις γλυκά.
Ξέρεις.

Spitogata είπε...

Νάρκισσε μου,

συνέχισε και να σκέπτεσαι και να γράφεις.

Μόνο πάρε τους περήφανους Νονούς, γιατί κάτι θέλουν να σου ψιθυρίσουν στο αυτί...για κάτι λεπτομέρειες...